Sunday, July 12, 2020

Λακεδάμεια ~ Λακατάμεια


(προηγούμενο)

Λακεδάμεια ~ Λακατάμεια
Ευξίφιος


Οι πρώτες ακτίδες του ήλιου άρχισαν να αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Τα πουλιά είχαν ξυπνήσει λίγη ώρα πριν και στόλιζαν την πλάση με το τραγούδι τους. Το ημίφως απλωνόταν αργά φωτίζοντας τον κάμπο γύρω από το πεδινό ποτάμι που έλεγαν Πεδιαίο. Σκέφτηκε πόσο έμοιαζε το περιβάλλον με την μητρόπολη. Ο ποταμός έρεε δίπλα από την κωμόπολη ενώ στα νότια της άρχιζε να υψώνεται η οροσειρά του Ολύμπου. Στα νοτιοανατολικά ο λόφος θύμιζε τον Μυζήθρα. Έμοιαζε σαν ο Ευρώτας και ο Ταΰγετος να υλοποιούνταν μπροστά του. Ο πατέρας του και οι πρώτοι οικιστές βρήκαν ένα τόπο που να μοιάζει με την πόλη τους. Οι παιδικές του αναμνήσεις από την Σπάρτη ήταν χρωματισμένες με μία γλυκιά νοσταλγία της γιαγιάς και του παππού του κυρίως. Είχε όμως φύγει την χρονιά που θα άρχιζε η αγωγή, στην μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στον πατέρα του και τους ακολούθους του, οι οποίοι πρέσβευαν μία διαφορετική φιλοσοφία από αυτή της μητροπόλεως. Για να αποφευχθεί ένας αιματηρός εμφύλιος ο βασιλιάς Κλεομένης είχε δώσει την άδεια στην ομάδα να ιδρύσει σπαρτιατική αποικία σε οποιοδήποτε μέρος της Μεσογείου ήθελε. Οι οικιστές βρήκαν το ιδανικό μέρος στο μέσο της Κύπρου ιδρύοντας την Λακεδάμεια. Και έφεραν μαζί τους την φιλοσοφία και τους νέους νόμους που ασπάστηκαν οι ακόλουθοι του Ξενοκλή.

Ο ύμνος τον ξύπνησε από την αναπόληση. Οι ιερείς τραγουδούσαν τον ύμνο προς τον Απόλλωνα που αναδυόταν με το άρμα του στον ουράνιο θόλο. Βρίσκονταν στο κέντρο του μεγάλου μαρμαρένιου αλωνιού. Γύρω από την περιφέρεια στεκόταν ολόκληρος ο Δήμος. Στις επαναλήψεις όλη η πόλις έψελνε εν χορώ. Από μικρός ένιωθε την δόνηση του συλλογικού τραγουδιού να τον αναταράζει κάνοντας τον να αισθάνεται ότι η ύπαρξη του αποτελείτο από μικρές χρωματιστές ψηφίδες που μαζί συνέθεταν τον ίδιο και τα πάντα.

«Χαίρε, αεί ων» ήταν η συλλογική απάντηση του λαού στο ύμνο των ιερέων. Εκείνο το ρο το βίωνε να ανεβαίνει από τον ομφαλό του στην καρδιά και από εκεί το «αεί ων» εκτόξευε την καρδιά του σε οράματα και αισθήσεις ανεξήγητες. Πολύ συχνά ολόκληρη η συνείδηση του γινόταν το πρόσωπο ενός λύκου. Μιλώντας παλιά με τον πατέρα του για τις εμπειρίες αυτές, ο Ξενοκλής του χαμογέλασε λέγοντας του ότι ο Λύκος δίδαξε στους Σπαρτιάτες την κοινωνία και ότι ο ίδιος ήταν ευλογημένος να έχει τέτοια οράματα.

Ο ύμνος σταμάτησε απότομα. Αντικαταστάθηκε άμεσα από τους ήχους του αυλού και του τυμπάνου. Κρατώντας χαλαρά αλλά σταθερά το δρεπάνι μπήκε στο αλώνι στο κέντρο του κύκλου.

***

Ολόκληρη η πόλις θαύμαζε τον νέο που ετοιμαζόταν να χορέψει το δρεπάνι. Ο ιερέας του Απόλλωνα έριξε προς τον νέο το ρόδι και αυτός με μία αστραπιαία κίνηση το έκοψε στον αέρα επιδεικνύοντας πόσο αιχμηρή ήταν η λεπίδα. Ο τελετουργικός χορός άρχισε αργά στην αρχή με τον νέο να επιδεικνύει την δεξιοτεχνία του περιστρέφοντας το ακονισμένο δρεπάνι γύρω από τους καρπούς του για να συνεχίσει κινούμενος και περιστρεφόμενος μεταφέροντας την λεπίδα προς την πλάτη, το κεφάλι και τους ώμους. Ο έφηβος ήταν το καμάρι όλων καθώς από μικρός είχε ξεχωρίσει για την σωματική και πνευματική του ικανότητα. Όλες και όλοι μιλούσαν για ένα νέο αγγιγμένο από το Θείο.

Η μουσική άλλαξε και έγινε πιο γρήγορη και πιο έντονη. Ο αυλός σφύριζε σαν δαίμονας και το τύμπανο έμοιαζε να προσπαθεί να ανοίξει τις πύλες του Άδη.
Το δρεπάνι κινήθηκε με ταχύτητα ακολουθώντας τον δαιμονισμένο ρυθμό μεταφερόμενο από χέρι σε χέρι και γυρίζοντας γύρω από τον κορμό και το κεφάλι. Ο νέος έριξε ψηλά το δρεπάνι και αυτό άρχισε να διαγράφει την τροχιά του περιστρεφόμενο. Πηδώντας ψηλά το άρπαξε και προσγειώθηκε με το αριστερό πόδι γονατισμένο στο μάρμαρο. Με μανία άρχισε να χτυπά δεξιά και αριστερά το εργαλείο πάνω στο αλώνι που σπινθήριζε. Χωρίς να καταλάβει πώς, είχε αρχίσει να μουγκρίζει. Σηκώθηκε πάνω συνεχίζοντας να χορεύει σαν να τον είχε καταλάβει μία ανώτερη δύναμις και περιστράφηκε γύρω από τον άξονα του με τα χέρια απλωμένα κρατώντας το δρεπάνι ενώ οι δύο μουσικοί ολοκλήρωναν τον χορό. Βγάζοντας μία απόκοσμη κραυγή σταμάτησε την ίδια στιγμή με την μουσική. Ολόκληρη η πόλις όρμησε στον κύκλο σε ένα ομαδικό αγκάλιασμα γεμάτο χαρά. Όλες και όλοι αγκαλιάζονταν και ασπάζονταν ο ένας τον άλλο.

«Ευξίφιε» άκουσε την φωνή της μητέρας του προτού νιώσει την αγκαλιά της να τον περιβάλλει, «την ευχή μου να έχεις γιε μου».

***
 
Η πρώτη μέρα του θερισμού είχε τελειώσει και η πόλις ολόκληρη βρισκόταν στην πλατεία γύρω από τον πόλο της θεάς Αρτέμιδος στον βωμό της. Οι τράπεζες είχαν στρωθεί και το ομαδικό φαγοπότι που σηματοδοτούσε το τέλος της μέρας ήταν έτοιμο. Τα καζάνια άχνιζαν με τον ζωμό και το φρεσκοψημένο σταρένιο ψωμί βρισκόταν ήδη στρωμένο γεμίζοντας τη πλατεία με την ευωδία του. Στην πάνω πλευρά κάθονταν οι πολίτες στις οικογενειακές τράπεζες, γυναίκες, άνδρες και παιδιά κάτω των 7 ετών. Στην κάτω οι παιδευόμενοι, στα πρότυπα που είχε θεσπίσει ο Ξενοκλής μετά τα μακρινά του ταξίδια. Κάθε τραπέζι περιλάμβανε έξι νέες και νέους που από την ηλικία των 7 γυμνάζονταν μαζί στα πολεμικά και λάμβαναν της ίδιας Παιδείας ως την ηλικία των 18.

Η γηραιά ιέρεια της Αρτέμιδος στάθηκε μπροστά από τον βωμό ενώ ολόκληρη η πόλις στάθηκε. Κρατώντας το μπαστούνι της απεύθυνε τη ευχαριστία στην Θεά της πόλεως και με το γνωστό χαμόγελο της είπε:
«Ας αρχίσουν οι χοροί».

Το τελετουργικό ήταν ακριβώς το ίδιο με την Σπάρτη μόνον που εδώ συμμετείχαν όλες και όλοι.

Πρώτα σηκώθηκαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες στον ήχο της λύρας και του τυμπάνου χορεύοντας και τραγουδώντας για τα κατορθώματα τους.

Μετά πατεράδες και μανάδες συνέχισαν μιλώντας για τις δικές τους δόξες ανάμεσα στις οποίες και το κτίσιμο της νέας πόλεως τόσο μακριά από την Πελοπόννησο.

Τέλος οι νέες και οι νέοι με τα παιδιά έκλεισαν τον χορό τραγουδώντας με καμάρι και δυνατή φωνή το «Εμείς θα γίνουμε καλύτεροι από σας» μέσα στις ζητωκραυγές και τις επευφημίες των μεγαλύτερων.

Η πανήγυρις του θερισμού θα συνεχιζόταν με το δρώμενο. Κάθε χρόνο στην πρώτη μέρα του θερισμού η πόλις τιμούσε την Θεά και την κόρη της που χάριζε πλουσιοπάροχα την σοδειά στην μικρή κώμη. Η πάλη ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα ήταν το αποκορύφωμα της αρχής του θερισμού, θυμίζοντας σε όλες και όλους την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη. Συμβόλιζε ακόμη την αδιανόητη ισότητα που επιχειρούσαν να φέρουν τα νέα ήθη που έφερε πριν από δύο δεκαετίες ο Ξενοκλής στην μητρόπολη. Στα 11 έτη της Λακεδάμειας το δρώμενο είχε μετατραπεί στην κορυφαία στιγμή αυτής της φιλοσοφίας. Ένας άνδρας και μία γυναίκα θα πάλευαν γυμνοί στην παλαίστρα στο μέσο της πλατείας δίπλα από τον βωμό της όρθιας Αρτέμιδος για να θυμίσουν σε όλες και όλους την αιώνια πάλη ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, την ζωή και τον θάνατο, τον Έρωτα και την Έριδα. Στα 11 αυτά έτη το αρσενικό είχε νικήσει κάθε φορά θυμίζοντας τη νίκη του Άδη αλλά και την τάξη του κόσμου. Ολόκληρη η πόλις ανέμενε με αγωνία κάθε χρόνο την στιγμή εκείνη που μια αντιπρόσωπος της Θεάς θα κατάφερνε να ανατρέψει αυτή την τάξη, δικαιώνοντας τον κτίστη της πόλεως και το όραμα του. Ολόκληρη την εβδομάδα πριν από τη τελετή οι κόρες και οι γυναίκες της Λακεδάμειας προσεύχονταν στις πολεμίστριες θεές να ευλογήσουν την πρωταθλήτρια τους, να την προικίσουν με την δύναμη και την πονηράδα που χρειαζόταν για να κερδίσει.


***

Λακεδάμεια ~ Λακατάμεια
Άλεξάνδρα

Την είδε να σηκώνεται και να κινείται προς το σκάμμα και η καρδιά του σκίρτησε όπως την πρώτη φορά που την είχε αντικρύσει στην αγέλη. Αισθανόταν να χάνει κάθε αίσθηση δύναμης όποτε την συναντούσε και όποτε εκείνη του χάριζε το βλέμμα της με τα κατάμαυρα της μάτια. Να ήξερε άραγε ποια θάλασσα ανατάραζε μέσα του;

Η Αλεξάνδρα στάθηκε έξω από το σκάμμα περιμένοντας τον αντίπαλο της. Κατά το πρότυπο της πόλης είχε μεγαλώσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τα αγόρια μετέχοντας στην αγωγή. Και ξεχώρισε σε αυτήν. Πέρα από την δύναμη που ανάπτυξε με τα χρόνια της άσκησης η νέα είχε προικιστεί με μια απίστευτη ευλυγισία την οποία και φρόντιζε να καλλιεργεί καθημερινά. Ήταν αυτά τα προσόντα που της είχαν δώσει μία αληθινή φιδίσια ικανότητα να κινείται από την μία στάση της πάλης και του παγκρατίου στην άλλη σε μία ροή ανεμπόδιστη. Αυτή που νικούσε τους άνδρες ήταν αήττητη τον τελευταίο χρόνο ανάμεσα στους ασκούμενους συνομήλικούς της. Κανένας και καμιά δεν κατόρθωσε να την υποτάξει. Η Αλεξάνδρα έτσι είχε αποκτήσει το όνομα της μαζί με τον θαυμασμό ολόκληρης της πόλης. Και τις καρδιές πολλών ανδρών και γυναικών της. Τώρα στεκόταν έξω από το σκάμμα περιμένοντας τον αντίπαλο της. Και εκείνος την κοίταζε με δέος ακούοντας μέσα του την καρδιά του να πάλλεται όλο και πιο δυνατά. Η νέα είχε αφαιρέσει το λιτό της χιτώνα αποκαλύπτοντας ένα σώμα σμιλεμένο που δεν ξεχώριζε αν ήταν γυναικείο ή ανδρικό. Κάθε μυς της ξεχώριζε, χωρίς όμως να ξεπερνά το μέτρο. Το σχεδόν ανύπαρκτο της στήθος δεν πρόδιδε το φύλο της και το κοντοκουρεμμένο μαλλί που διατηρούσαν όλες οι νέες και οι νέοι στην αγωγή την έκαναν να μοιάζει περισσότερο με όμορφο νέο παρά με κόρη. Έπρεπε κάποιος να κοιτάξει ανάμεσα στα πόδια της για να αντιληφθεί το φύλο της. Το αγοροκόριτσο είχε εξελιχθεί σε μια πανέμορφη αμαζόνα που στεκόταν αγέρωχη περιμένοντας τον αντίπαλο της.

Από το τραπέζι δίπλα από τον Ξενοκλή σηκώθηκε ο Ευπόλεμος προσεγγίζοντας αργά το σκάμμα. Ο άνδρας άνηκε στο σώμα των δορυφόρων του ηγήτορα και ήταν γνωστός για την δεινή πολεμική του ικανότητα, την οποία και είχε ακονίσει στα πεδία των μαχών της Ανατολής. Άνηκε στο μικρό σώμα μισθοφόρων που πολέμησε στο πλευρό του Βασιλέα των Βασιλέων σε μέρη μακρινά. Δεν το έπραξε από ματαιοδοξία ή αγάπη για το χρήμα, αλλά σαν προσφορά για το κτίσιμο της πόλεως. Οι μισθοί των πενήντα Λακεδάμειων που έλαβαν μέρος στις εκστρατείες του Βασιλέως αποδίδονταν στην πόλη για τις ανάγκες της. Η πόλη είχε κυριολεκτικά κτιστεί με το αίμα και τον ιδρώτα αυτών των πενήντα εθελοντών που απολάμβαναν τις τιμές και την αγάπη των κατοίκων.

Ο Ευπόλεμος στάθηκε απέναντι από την νέα αφαιρώντας και αυτός τα ενδύματα του. Στο σώμα του ήταν γραμμένη όλη η προσωπική του ιστορία μέσα από τις ουλές που την αφηγούνταν. Τρεις φορές είχε κινδυνεύσει να χαθεί και τις τρεις σώθηκε από του Χάροντα τα δόντια. Οι δύο ουλές στο στήθος και την κοιλιά θύμιζαν το κοντάρι και το βέλος που είχαν διαπεράσει την πανοπλία του και η γραμμή που χάραζε το μέτωπο και το δεξί του μάγουλο το σπαθί που παραλίγο να τον στείλει στον κάτω κόσμο. Η ιέρεια σηκώθηκε κρατώντας στα δύο της χέρια τους δύο κύλικες με το λάδι. Θα καλούσε τώρα μία γυναίκα και έναν νέο να αλείψουν αντίστοιχα τους δύο αθλητές συμπληρώνοντας την εθιμοτυπία.
«Άνθεμις! Ευξίφιε!»

Αισθάνθηκε την ταραχή να τον κυριεύει. Ήλπιζε να μην φανεί το κοκκίνισμα που προκάλεσε η επίκληση του ονόματος του. Και να μην παραπατήσει από την σύγχυση. Σηκώθηκε και αργά περπάτησε μέχρι το σκάμμα παίρνοντας τον κύλικα από τα χέρι της ιέρειας. Στάθηκε πίσω από την νέα και άρχισε να περνά το σώμα της με το λάδι, φροντίζοντας να μην αφήσει κανένα μέρος ακάλυπτο. Διερωτήθηκε αν η νέα αισθανόταν την ταραχή του και αν το χέρι του ήταν αρκετά σταθερό ώστε να μην προδίδει τα συναισθήματα του. Περνώντας μπροστά της συνέχισε την ίδια τελετουργία προσπαθώντας να αποφύγει το βλέμμα της. Ήταν αδύνατο καθώς όταν ολοκλήρωσε την επάλειψη έπρεπε να  την ασπαστεί και να της ευχηθεί.

Αντίκρυσε τα μαύρα της μάτια και αισθάνθηκε να τον ρουφούν κυριολεκτικά μέσα τους. Η Αλεξάνδρα τον κοίταζε και έβλεπε μέσα του. Η Αλεξάνδρα ήξερε. Διερωτήθηκε αν η απειροελάχιστη σύσπαση των βλεφάρων της και η αδιόρατη σμίκρινση της κόρης των ματιών της σήμαινε ότι και εκείνη έτρεφε παρόμοια αισθήματα. Γνώριζε ότι το ερώτημα θα έμενε μετέωρο και αναπάντητο μέσα του. Αγκαλιάζοντας τους ώμους της έφερε τα χείλη του στο μάγουλο της. Ένιωσε την θέρμη του σώματος της να τον πλημμυρίζει και αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να είναι πολύ συνειδητός ώστε ούτε να καθυστερήσει, ούτε να βιαστεί και να προδοθεί. Την φίλησε τρεις φορές κατά το έθιμο.
«Καλόν αγώνα κόρη!» ευχήθηκε δυνατά την ίδια στιγμή που η Άνθεμις αντιχαιρετούσε τον Ευπόλεμο με τον «Καλό αγώνα κούρε!»
Προσπάθησε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του επιστρέφοντας στην θέση του αργά και σταθερά όπως επίτασσε η αποστολή του. Του φάνηκε πως είδε την ιέρεια να μειδιά ενώ της επέστρεφε τον κύλικα. Η Δημαρέτη πήρε την θέση της μπροστά από τον βωμό. Με την επίκληση των χθόνιων θεοτήτων έστρεψε το βλέμμα της στην ψιλή σκουρόχρωμη άμμο του σκάμματος και θρυμμάτισε τους δύο κύλικες με βία πάνω στο μάρμαρο του βωμού προστάζοντας:
«Άρξασθε!»

***

Είχε νιώσει την ταραχή στο χέρι του νέου και ήξερε τι σήμαινε. Το δέρμα της της μιλούσε. Δεν χρειάζονταν οι λέξεις για να νιώσει τους κτύπους της καρδιάς του που μεταφέρονταν στα ακροδάκτυλα και της φώναζαν. «Δεν είναι ώρα» άκουσε το δαιμόνιο της να της μιλά μέσα στο κεφάλι. «Τώρα είναι η ώρα» άκουσε την απάντηση από κάποιο άλλο. Προς στιγμή ξέχασε τα πάντα. Ξέχασε ποια ήταν και τι έκανε εκεί γυμνή μπροστά σε ένα σκάμμα και έναν τρομακτικό αντίπαλο μπροστά της. Ολόκληρο το είναι της ήταν ταυτισμένο με το δέρμα της πλάτης, των γλουτών, των μηρών της, εκεί όπου αισθανόταν την ταραχή του νέου να απλώνεται και να την κυριεύει. Όταν στάθηκε μπροστά της ήθελε να του δείξει, να τον κάνει να καταλάβει ότι ήξερε, ότι κι εκείνη αισθανόταν το ίδιο. Συγκέντρωσε ολόκληρη την νόηση και το συναίσθημα της στα μάτια, όπως είχε μάθει να κάνει στην εκπαίδευση. Όταν το πρόσωπο του βρέθηκε απέναντι από το δικό της κάρφωσε το βλέμμα της στα δικά του. Ένιωσε κυριολεκτικά να ακτινοβολεί αλλά και να τον ρουφά μέσα της. Ένα σχεδόν παρανοϊκό αίσθημα την κατέβαλε. «Να την τόξευε άραγε ο παιχνιδιάρης Θεός; Να την κατέβαλλε η Θεά του τόπου; Κατάλαβε άραγε ο νέος;»

Αισθάνθηκε τα χείλη του στο μάγουλο της και ήξερε ότι η φωτιά της τον διαπερνούσε. Μία, δύο, τρεις φορές.
«Καλόν αγώνα κόρη!» Το παράγγελμα έμοιαζε περισσότερο με την ομολογία εραστή παρά με κάλεσμα για μάχη. Τα λόγια όμως την επανέφεραν. Μαζί με τα λόγια του δαιμόνιου της.
«Είναι ώρα!»
Άκουσε το θρυμμάτισμα των πήλινων αγγείων και την προσταγή. Τότε γύρισε το βλέμμα της στον αντίπαλο της. Ο Ευπόλεμος ήταν ανέκφραστος. Τίποτε στο πρόσωπο του δεν πρόδιδε το παραμικρό συναίσθημα. Μπήκε στο σκάμμα με το αριστερό της.

***

Λακεδάμεια ~ Λακατάμεια
Ανδρονίκη

Ο ζωμός σερβιρίστηκε ενώ στην πλατεία επικρατούσε μία ησυχία απόκοσμη. Οι Λακεδάμειοι έτρωγαν πάντοτε χωρίς να μιλά κανείς στις ομαδικές βραδινές συναθροίσεις. Μόνον όταν ο και ο τελευταίος τελείωνε άρχιζαν οι κουβέντες του τραπεζιού. Ενδιαμέσως ο λυράρης αοιδός τραγουδούσε τα άσματα της τράπεζας στον γνωστό ρυθμό των παιχνιδιάρικων τραγουδιών του νησιού. Κάποια μιλούσαν για κατορθώματα και περιπέτειες άλλα για μεγάλους έρωτες. Το αγαπημένο όλων των νέων ήταν οι περιπέτειες του μυθικού βασιλιά της Πάφου Κινύρα. Το μακρόσυρτο τραγούδι μπορούσε να κρατήσει πολλή ώρα και σε αυτό περιγραφόταν η εξυπνάδα και η πονηριά του βασιλιά που έφτιαξε την κιθάρα αλλά και ξεγέλασε τον βασιλιά Αγαμέμνονα τάζοντας του εκατό καράβια για τον τρωικό πόλεμο. Όταν ο Κινύρας έφτασε στην ακτή του Ιλίου μόνον με ένα καράβι Κυπρίων ο Αγαμέμνων τον αναθεμάτιζε καλώντας τον επίορκο που θα έπρεπε να παλουκωθεί. Χαμογελαστός ο βασιλιάς της Πάφου άφησε τον πολέμαρχο να τελειώσει για να διατάξει τους ναύτες του να κατεβάσουν στην ακτή τα άλλα 99 πήλινα ομοιώματα καραβιών και πολεμιστών συμπληρώνοντας τα 100 που είχε ορκιστεί να φέρει μαζί του…

Τέτοια ακούγονταν γύρω από τον βωμό της Θεάς στις κοινές τράπεζες των Λακεδάμειων.

Τα λόγια του αοιδού δεν τους άγγιζαν όμως απόψε. Ούτε και έφταναν στα αυτιά τους. Η κατάπληξη από αυτό που είχαν ζήσει τους είχε μουδιάσει και προσπαθούσαν ακόμη να συλλάβουν τις εικόνες που αλληλοδιαδέχονταν εντός τους, που ξανάπαιζαν στα μυαλά τους σαν σκηνή από νευρόσπαστα των περιπλανώμενων διασκεδαστών. Η τάξη των κόσμου είχε ανατραπεί. Μία κόρη είχε υποτάξει έναν καταξιωμένο πολεμιστή… Το Δέος είχε δώσει την θέση του στην ανησυχία και τώρα μέσα από τους σκοτεινούς δαιδάλους του μυαλού όλων αναδυόταν ο Φόβος και ο Τρόμος για τι μπορούσε να σημαίνει αυτή η αναπάντεχη κατάληξη.

Αυτά τριγύριζαν στα μυαλά των Λακεδάμειων όταν, μέσα από τις σκιές μπροστά από τον ναό της Θεάς που βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα της πλατείας, μία εντυπωσιακή παρουσία άρχισε να περπατά προς τον βωμό και τον τραγουδιστή. Μόλις έγινε αντιληπτή όλα τα βλέμματα γύρισαν προς το μέρος της. Η ιέρεια της Θεάς του νησιού περπατούσε αργά και προκλητικά. Κανένας δεν είχε ακούσει την άφιξη της. Έμοιαζε να έχει υλοποιηθεί μπροστά τους μέσα από τον αιθέρα. Η Ανδρονίκη έφτασε δίπλα στον οργανοπαίκτη ο οποίος μαγεμένος την κοίταζε. Μέσα στο λυκόφως της πλατείας έμοιαζε με την ίδια την Θεά.

«Γυναίκες και άνδρες Λακεδαμειοι» τους προσφώνησε.

«Ήρθα σταλμένη από την Θεά του νησιού που το όνομα της ψιθυρίζετε ανάμεσα σας στα κρεββάτια σας την ώρα που ο Πόθος σας κυριεύει. Η Θεά μου είπε να σας πω ότι έρχεται ο καιρός που θα πρέπει να ξεπληρώσετε την φιλοξενία της. Ο καιρός που εσείς και τα παιδιά σας θα πρέπει να της δώσετε άσυλο και να την προστατέψετε. Με κάθε κόστος. Και το κόστος γυναίκες και άνδρες Λακεδάμειοι θα είναι δυσβάστακτο. Έρχονται χρόνια δίσεκτα, που οι μανάδες σας δεν θα έχουν γάλα να ποτίσουν τα παιδιά και τα χωράφια σας δεν θα καρπίζουν. Οι ελιές σας δεν θα βγάζουν λάδι. Το αίμα θα βάφει τα σπαρτά κόκκινα στον κάμπο μακριά, ανάμεσα στις λόγχες και τα σπαθιά σας. Η προδοσία θα φέρει μία νύχτα που όμοια της δεν έχει ξαναγνωρίσει το νησί. Θα καταριέστε την ώρα που τα καράβια σας σας έφεραν εδώ και που όπως το έθιμο προστάζει τα κάψατε για να μην έχει για σας γυρισμό. Δεν υπάρχει γυρισμός για σας, δεν υπάρχει ελπίδα. Ακονίστε τα ξίφη, γυαλίστε τις ασπίδες, τροχίστε τις λόγχες και τις ψυχές σας. Η Θεά σας καλεί να την υπηρετήσετε. Σύντομα οι βουλές της θα σας αποκαλυφθούν. Ήδη σας έχει δείξει το σημάδι της. Εύχομαι να είστε έτοιμες και έτοιμοι και να σταθείτε άξιοι για αυτά που έρχονται!»

Νεκρική σιγή ακολούθησε τα λόγια της. Τα κουτάλια έμειναν μετέωρα. Ακόμη και τα ζουζούνια της νύχτας έμοιαζαν να είχαν σταματήσει μπροστά στην φρίκη της προφητείας. Η Ανδρονίκη περπάτησε ξανά προς τον ναό. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά γύρισε προς την αποσβολωμένη πλατεία και άνοιξε τα χέρια.

«Θα σας δω ξανά στους αγώνες…»

(επόμενο)
Καρπαθία ~ Χρυσή Ακτή ~ Καρπασία
Απολλόδωρος ο Καρδιανός

















Ολύμπια ~ Λύμπια

  (προηγούμενο) Αχαιών Ακτή ~ Κερύνεια Σπάρος ~ Ενιάλιος https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/08/blog-post_16.html   Οι Αγώνες ...