Sunday, June 28, 2020

Πέτρα ~ Σόλοι


(Προηγούμενο)
Ελισσώ ~ Λύση
https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/06/blog-post_21.html

Πέτρα ~ Σόλοι
Φιλόκυπρος B

Κοίταξε την προεξοχή στον βράχο από πάνω του. Ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της αναρρίχησης. Το μοναδικό μέρος στο οποίο θα έπρεπε να εγκαταλείψει κάθε στήριξη πηδώντας στο κενό.

Ο νεαρός βασιλιάς ήταν ο τελευταίος στο είδος του στο νησί. Εγγονός και συνονόματος του περίφημου βασιλιά που έκτισε την νέα πόλη, ο Φιλόκυπρος ο δεύτερος ζούσε με βάση τον πανάρχαιο ομηρικό κώδικα των βασιλέων του Βουνιού και τώρα των Σόλων. «Μην ζητάς τίποτε από τους υπηκόους σου το οποίο δεν είσαι διαθετιμένος να πράξεις ο ίδιος». Και με την περηφάνια των κατοίκων που μαζί με τους Κερυνειώτες διατείνονταν ότι κατάγονταν από τους πρώτους Έλληνες που είχαν φτάσει στο νησί.

Ανάπνευσε αργά συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις του. Ολόκληρη η ύπαρξη του κυριολεκτικά εξαρτάτο από το άλμα. Βρισκόταν πολύ κοντά στην κορυφή και κάτω του ανοιγόταν ο γκρεμός. Ο βράχος, η Πέτρα, ήταν ο χώρος της καθημερινής του άσκησης. Από μικρό παιδί όταν ο πατέρας του τον μύησε στην τέχνη του παγκρατίου ο Φιλόκυπρος είχε μάθει να εκτιμά τις δεξιότητες και την σωματική ικανότητα που έκτιζε η αναρρίχηση στον βράχο. Η ισορροπία και η δύναμη που είχε κτιστεί με τα χρόνια επέτρεπε πλέον στον εικοσιεξάχρονο νέο να κατακτά την κορυφή. Ο απότομος βράχος στην βόρεια του πλαγιά ήταν το δικό του γυμναστήριο έξω από την παλαίστρα. Εκεί έκτισε την απαράμιλλη δύναμη της λαβής των χεριών του, για την οποία ήταν γνωστός πλέον σε όλο το νησί. Νικητής στα Ολύμπια για δύο συνεχόμενες Ολυμπιάδες ετοιμαζόταν πλέον για το κατόρθωμα που κανένας δεν είχε ποτέ καταφέρει στο νησί. Μία τρίτη νίκη θα τον ανέβαζε στο πάνθεο των αθλητών του νησιού. Οι σκέψεις αυτές έπρεπε τώρα να σιγάσουν, ο νους να αδειάσει. Έκλεισε τα μάτια. Οραματίστηκε την επόμενη κίνηση. Την συσπείρωση των μυών, την ελαφριά εισπνοή και την βίαια εκπνοή με το άλμα. Το τέντωμα του δεξιού χεριού και το άρπαγμα της προεξοχής. Η κίνηση θα έπρεπε να εκτελεστεί με χάρη και χωρίς υπέρμετρη βία ώστε η λαβή να μπορέσει να συγκρατήσει το βάρος ολόκληρου του σώματος. Εάν το άλμα ήταν πολύ μακρινό θα χανόταν στην άβυσσο κάτω… Άκουσε τον ήχο του πουλιού της Θεάς από ψηλά. Χαμογέλασε. Καλός οιωνός. Όλα τα παιδιά της περιοχής μάζευαν από παιδιά τα φτερά των γερακιών που φώλιαζαν στην Πέτρα. Ορισμένες από τις πιο τρυφερές του αναμνήσεις συνδέονταν με το πουλί που ονόμαζαν Πετρίτη.

Εισέπνευσε ελαφριά γεμίζοντας μόνο το πάνω μέρος των πνευμόνων. Άνοιξε τα μάτια επικεντρώνοντας ολόκληρη την ύπαρξη του στη μικρή προεξοχή πάνω από την οποία απλωνόταν ο καταγάλανος ηλεκτρισμένος ουρανός. Πήδηξε στο κενό απλώνοντας το χέρι.

***

Ένα απέραντο συναίσθημα αγαλλίασης και δέους τον συνεπήρε. Ήταν πάντοτε το ίδιο συναίσθημα κάθε φορά που ανέβαινε στην κορυφή του βράχου. Από τότε που πριν από μία δεκαετία τα είχε πρωτοκαταφέρει. Τότε στην κορυφή τον περίμενε ο πατέρας του. Θυμόταν ακόμη το συναπάντημα τους μετά την ανάβαση από την προεξοχή, το τελευταίο εμπόδιο μερικά πόδια πριν από την κορυφή. Ο γέρος του, είχε προσπαθήσει να διατηρήσει την βασιλική αξιοπρέπεια κρύβοντας την αγωνία που ζωγραφιζόταν σε ολόκληρο του το πρόσωπο. Δεν τα κατάφερε. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κλαίοντας με αναφιλητά ανακούφισης. Τώρα κάθε φορά που ο Φιλόκυπρος ανέβαινε το βράχο μέχρι τέλους ήταν και ένα μνημόσυνο για τον Αριστόκυπρο.

Κοίταξε τον κάμπο κάτω από τα πόδια του. Κοντά στο βράχο φαινόταν η κώμη με το ομώνυμο όνομα. Γνώριζε τους κατοίκους της Πέτρας έναν προς έναν. Βορειότερα προς τα δυτικά φαινόταν το ανάκτορο της παλαιάς πόλης στο Βουνί και στην θάλασσα δυτικά του η άλλη Πέτρα, ο ιερός βράχος μέσα στην θάλασσα κοντά στον Λιμνήτη, το μικρό επίνειο των Σόλων και βασικότερο κέντρο του εμπορίου του χαλκού. Το μεταλλείο πίσω του και τα μεταλλεία μπροστά του ήταν η πηγή των εσόδων του μικρού αλλά ακμαίου βασιλείου. Οι κάτοικοι περηφανεύονταν ότι ήταν οι πρώτοι Ελεύθεροι στο νησί. Παρά το ότι είχαν βασιλιά. Ολόκληρη η περιοχή αναφερόταν ακόμη στην εξέγερση των προγόνων τους ενάντια στους Αιγυπτίους πριν από μία χιλιετία στην οποία απέκτησαν το ιδιόμορφο καθεστώς που απολάμβαναν μέχρι σήμερα. Οι Σολιάτες αποδέχονταν μόνον βασιλιάδες αντάξιους του πείσματος τους. Και ο Φιλόκυπρος ο δεύτερος ήταν πρώτος ανάμεσα σε ίσους.

Εισέπνευσε βαθιά τον αέρα που ερχόταν κατευθείαν από την θάλασσα. Κοίταξε προς τον βορρά όπου μπορούσε καθαρά να δει την ακτογραμμή και τα βουνά της Μικράς Ασίας. «Τόσο κοντά…» σκέφτηκε.

«Άρχοντα μου…» άκουσε την φωνή πίσω του. Γυρίζοντας αναγνώρισε τον πιστό υπηρέτη που αγαπητικά ονόμαζε Πάτροκλο. Ο ευσταλής Καρδούχος ήταν μαζί του από παιδί. Σύνομήλικος και συμπολεμιστής, ο νέος που το πραγματικό όνομα του ήταν Πόλεμος είχε φτάσει στο νησί ως παιδί, μαζί με τον πατέρα του Φιλόκυπρου τότε που οι Κύπριοι «Δαίμονες της θάλασσας» κυριαρχούσαν στα στενά βόρεια και ανατολικά του νησιού. Την εποχή των τελευταίων ομηρικών ηρώων. Οι ιστορίες για την εποχή εκείνη είχαν αποκτήσει στο νησί διαστάσεις θρύλου. Κανένας όμως από τους πρωταγωνιστές δεν επιβεβαίωνε ποτέ όλα όσα τραγουδιούνταν στις κυπριακές τράπεζες των χωριών και των πόλεων. Έμοιαζε να είχαν όλοι τους ορκιστεί έναν απαράβατο όρκο σιωπής που κανένας θνητός δεν θα μπορούσε να τους αναγκάσει να σπάσουν. Πολλά χρόνια ο μικρός τότε Φιλόκυπρος, παρακαλούσε, εκλιπαρούσε τον βασιλιά να μοιραστεί μαζί του τις ιστορίες τους για να εισπράττει πάντοτε ένα χαϊδευτικό άγγιγμα στον ώμο ή ένα αγαπητικό χτύπημα στην πλάτη, μαζί με την πάντα παρούσα σιωπή. Και τα μειδιάματα που την συνόδευαν. Το μόνο που είχε εκμαιεύσει ποτέ ήταν ότι ο Πόλεμος ήταν το παιδί ενός φίλου που χάθηκε άδικα και στον οποίο ο βασιλιάς είχε υποσχεθεί ότι θα μεγαλώσει σαν γιο του. Οι δύο νέοι μεγάλωσαν έτσι μαζί σαν δίδυμοι μια και είχαν πάνω κάτω την ίδια ηλικία. Είναι γι’ αυτό που σε όλη την Σολιά τους αποκαλούσαν ο Κάστωρ και ο Πολυδέυκης.

«Πού τρέχει ο λογισμός σου;» συμπλήρωσε ο πιστός φίλος.

«Άστα Πέτροκλε», απάντησε χαμογελαστός παίρνοντας από το χέρι του τον λινό χιτώνα και τα σανδάλια. Φορώντας τον χιτώνα αφαίρεσε τα επεξεργασμένα δέρματα από τα πόδια του που παρείχαν πρόσφυση στην αναρρίχηση. Παίρνοντας τον Καρδούχο από το μπράτσο άρχισε να χοροπηδά πειρακτικά κατευθυνόμενος προς το μαιανδρικό μονοπάτι που οδηγούσε από την κορυφή στην βάση του μεταλλείου που οι ντόπιοι ονόμαζαν «Φουκάσα».

«Βλέπω δεν έχασες την αίσθηση του αυτοσαρκασμού σου βασιλιά μου».

«Έλα Πάτροκλε, δεν είναι ανάγκη να ανησυχείς κάθε φορά τόσο. Είμαι πλέον έμπειρος στην αναρρίχηση. Ανεβαίνω όλο το βράχο πλέον μόνον κάθε ηλιοστάσιο».

«Γνωρίζεις τις θέσεις μου για τις συνήθειες σας βασιλιά μου. Νεκρός βασιλιάς δεν βασιλεύει σε κανέναν».

«Ναι αλλά ο ζωντανός θάβει και τους νεκρούς…»

Ο νέος κούνησε με αποδοκιμασία το κεφάλι του. Γνώριζε την ξεροκεφαλιά των ντόπιων από τότε που πολύ μικρός άφησε τα ψηλά βουνά της Μικράς Ασίας για το νησί στο κέντρο του κόσμου.

***

Ο βασιλιάς στάθηκε στην άκρη της παλαίστρας. Ο Πόλεμος άλειψε κάθε σημείο του σώματος του με ελαιόλαδο εμποτισμένο με δενδρολίβανο. Η μυρωδιά του έφερε μία απότομη αίσθηση οξύνοιας. Απέναντι του βρισκόταν ο επισκέπτης από την Σπάρτη της Πισιδίας. Η φήμη του νεαρού βασιλιά είχε απλωθεί σε ολόκληρη την Μεσόγειο και συχνά δεχόταν προκλήσεις για αγώνες, όπως επίτασσε και η παράδοση της πολεμικής τέχνης του παγκρατίου. Ο Ανδρόκλής είχε ταξιδέψει ειδικά για την περίσταση και είχε φιλοξενηθεί στο ανάκτορο για μερικές μέρες ώστε να είναι βέβαιο ότι δεν θα ήταν επηρεασμένος από την καλοκαιρινή θαλασσοταραχή με την οποία έφτασε στο νησί. Ήταν ένας θηριώδης άνδρας τουλάχιστον μισό κεφάλι πιο ψηλός από τον βασιλιά και σίγουρα πολύ πιο ογκώδης.

Δεξιά και αριστερά από την παλαίστρα στο γυμνάσιο των Σόλων είχαν συγκεντρωθεί όσοι περισσότεροι άνδρες της πόλης μπορούσαν. Ακόμη και οι κάτοικοι των γύρω χωριών είχαν φτάσει στο γυμνάσιο νωρίς για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Ήταν αδύνατο το γυμνάσιο να χωρέσει τόσον κόσμο. Παρ’ όλ’ αυτά ο κόσμος παρέμενε βασιζόμενος στην ανταπόκριση του τι συνέβαινε στην παλαίστρα από στόμα σε στόμα.

Ο αγώνας θα διεξαγόταν με τους κανόνες του κάτω Παγκρατίου, δηλαδή με την χρήση όλων των δυνατών λαβών, γροθιών και λακτισμάτων χωρίς κτυπήματα στα μάτια και τους όρχεις και χωρίς δαγκώματα. Επειδή ήταν αγώνας έξω από τα θέσμια αποτελώντας ουσιαστικά μία σοβαρή προπόνηση για τους αγώνες που πλησίαζαν σε Κύπρο και Μικρασία, οι αθλητές δικαιούνταν να σταματήσουν τον αγώνα ανά πάσα στιγμή παραδιδόμενοι. Η διαδικασία της υποταγής ήταν πολύ απλή με το επαναλαμβανόμενο κτύπημα της παλάμης στο έδαφος ή στο σώμα του αντιπάλου.

Οι δύο αθλητές εισήλθαν στην παλαίστρα η οποία ήταν στρωμένη με λεπτοκοσκινισμένη άμμο από την ακτή των Αχαιών ανατολικά της Κερύνειας, εμπλουτισμένη με μικροσκοπικά ρινίσματα χαλκού. Χαιρέτισαν ο ένας τον άλλο κατά το έθιμο κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι. Διαιτητής του αγώνα είχε αμοιβαία συμφωνηθεί να είναι ο ιερέας του Ασκληπιού που είχε έρθει ειδικά από την Ασκόπελο τον ιερό βράχο κοντά στην κωμόπολη του Κλήρου.  Βολικό σε περίπτωση τραυματισμού καθώς ο Αρίων ήταν ο κορυφαίος θεραπευτής στο νησί.

Με το σύνθημα ο Ανδρόκλής κινήθηκε προς τα μπρος προσπαθώντας να κτυπήσει τον βασιλιά στο πρόσωπο με τις γροθιές του. Ο Φιλόκυπρος υποχώρησε με ταχύτητα και αλλάζοντας κατεύθυνση απότομα βρέθηκε στο αριστερό πλευρό του Ανδρόκλή. Αστραπιαία κλώτσησε με το πόδι του την περιοχή του ηλιακού πλέγματος του αντιπάλου του. Η κλωτσιά βρήκε τον στόχο αφαιρώντας βίαια τον αέρα από τους πνεύμονες του. Με μία κίνηση που θύμιζε αίλουρο ο νεαρός βασιλιάς πάτησε στο λυγισμένο γόνατο του σαστισμένου αντιπάλου του και γλιστρώντας κυριολεκτικά πάνω και πίσω από το σώμα του βρέθηκε να τον κρατά με τα χέρια σε ένα τριγωνικό κλείδωμα του κεφαλιού, ενώ τα πόδια του δέθηκαν μπροστά από την κοιλιά του. Ο Ανδρόκλής αισθάνθηκε τον θανατηφόρο εναγκαλισμό και επιστράτευσε όλη του τη δύναμη πηδώντας στο αέρα προς τα πίσω ελπίζοντας με την βιαιότητα της πτώσης να απελευθερωθεί. Ενώ τα δύο σώματα βρίσκονταν στον αέρα συνέβη κάτι που αψηφούσε τους νόμους της φύσης. Ο νεαρός βασιλιάς απελευθέρωσε τον αντίπαλο του και γλιστρώντας το σώμα του προς τα αριστερά πάτησε πρώτα το δεξί του πόδι και με όλη του την δύναμη εκμεταλλευόμενος την ορμή της πτώσης έσπρωξε τον Ανδρόνικο προς το έδαφος ενώ ο ίδιος είχε ήδη προλάβει να ισορροπήσει προσωρινά. Ο θηριώδης Σπαρτιάτης έπεσε σαν δέντρο στο έδαφος, χάνοντας προς στιγμήν τις αισθήσεις του. Ο Σολιάτης  καβάλλησε αμέσως τον θηριώδη του αντίπαλο κτυπώντας τον με βία με τις γροθιές και τους αγκώνες στο πρόσωπο. Μάταια ο φιλοξενούμενους προσπαθούσε να αμυνθεί. Γέρνοντας το κεφάλι για να αποφύγει τα κτυπήματα έδωσε για ακόμη μία φορά την ευκαιρία στον Φιλόκυπρο να γλιστρήσει σαν φίδι μέσα από την άμυνα του κλειδώνοντας ξανά τον αυχένα του με μία φονική λαβή. Παραδεχόμενος την ήττα του ο Ανδρόκλής κτύπησε ελαφρά το χέρι του πάνω στον ώμο του νέου. Ο αγώνας είχε τελειώσει τόσο γρήγορα που οι θεατές έξω από το γυμνάσιο νόμιζαν ότι οι ζητωκραυγές σηματοδοτούσαν την έναρξη.

Ο Φιλόκυπρος χαμογελώντας έτεινε το δεξί του χέρι προς τον αντίπαλο του ο οποίος σηκώθηκε και σε μία κίνηση που ώθησε το πλήθος σε φρενήρεις κραυγές σήκωσε τον βασιλιά στους ώμους του και τον περίφερε στην παλαίστρα. Η χειρονομία αυτή αναγνώρισης της ανωτερότητας του Κύπριου αθλητή ήταν το επιστέγασμα του αθλητικού μέρους της ημέρας.

Οι δύο αθλητές αφού αφαίρεσαν το μείγμα λαδιού και σκόνης από τα δέρματά τους, λούστηκαν στα λουτρά δίπλα από την παλαίστρα και φορώντας ελαφρούς καλοκαιρινούς χιτώνες περπάτησαν μαζί προς το ανάκτορο περνώντας μέσα από τους δρόμους της πόλης κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων της πόλης για να καταλήξουν σε τι άλλο; Σε ένα ήδη στρωμένο τραπέζι στο ύπαιθρο του παλατιού.

Αφού κάθισαν ο Μικρασιάτης απηύθυνε πρώτος τον λόγο:
« Βασιλιά μου είχα ακούσει πολλά για σένα. Μπορώ τώρα να τα επιβεβαιώσω και ο ίδιος».
Ο λόγος του ήταν λιτός όπως και οι συνήθειες των Σπαρτιατών στην Πισιδία.
«Ευχαριστώ Ανδρόκλή για τα καλά σου λόγια», ήταν η εξίσου λιτή απάντηση.
«Βασιλιά μου, υπάρχει ασφάλεια στην επικοινωνία;»
Ο Φιλόκυπρος κατάλαβε αμέσως τη ερώτηση που είχε λεχθεί τόσο χαμηλόφωνα και συνωμοτικά που μόλις που έφτασε στα αυτιά του.
«Προτού φάμε έλα να σου δείξω το δικό μου γυμναστήριο. Πόλεμε!!!»
Ο Καρδούχος κατανόησε αμέσως το νόημα της επίκλησης του αληθινού του ονόματος. Μαζί με τον Κύπριο αδελφό του είχαν μέσα στα χρόνια αναπτύξει ένα κωδικό επικοινωνίας αναντίληπτο στους πολλούς. Η συνάντηση με τον θηριώδη Σπαρτιάτη ήταν πιο σημαντική από ό,τι φαινόταν και θα έπρεπε να γίνει μακριά από τα βλέμματα και τα αυτιά των πιθανών πρακτόρων του βασιλιά των βασιλέων που υπηρετούσαν στο παλάτι. Αφήνοντας τους δύο πρωταγωνιστές να σηκωθούν και να κατευθυνθούν προς το βόρειο μέρος του ανακτόρου, ο Πόλεμος ακολούθησε σε απόσταση παρατηρώντας με προσοχή.

Οι δύο αθλητές έφτασαν στο μέρος της εσωτερικής αυλής που οριζόταν από την πανάρχαια ελιά στο κέντρο της. Μπροστά από την ελιά ορθωνόταν ένας ψηλός τοίχος, στο ύψος των τειχών της πόλεως. Το θέαμα ήταν παράξενο καθώς ο τείχος ορθωνόταν στην μέση του πουθενά χωρίς να αποτελεί μέρος ενός δωματίου ή να συνδέεται με κάποιο άλλο μέρος του ανακτόρου.

«Εδώ προπονούμαι καθημερινά τα απογεύματα», ήταν τα λόγια του νεαρού βασιλιά. «Ο τοίχος είναι μέρος του πρώτου περιτειχίσματος της πόλης από τον καιρό της επίσκεψης του Σόλωνα. Τον διατηρήσαμε όπως ήταν και κάναμε και κάποιες μικρές προσθήκες μέσα στα χρόνια».

Μόνο τότε ο Ανδροκλής έδωσε προσοχή στην υφή του τοίχου. Χτισμένος με τετραγωνισμένους λείους βράχους εμπεριείχε μικρότερες και μεγαλύτερες πορώδεις πέτρες, αυτές που στο νησί ονόμαζαν πουρόπετρες. Είχε μέσα ακόμη μικρότερα κομμάτια από πέτρες και αγγεία τα οποία διαμόρφωναν μία εντελώς ανώμαλη επιφάνεια μέχρι και την κορυφή.

«Θέλεις να δοκιμάσεις;» ήταν η πρόσκληση.

Χωρίς δεύτερη σκέψη ο φιλοξενούμενος αφαίρεσε τα υποδήματα και τον ιματισμό του αρχίζοντας την ανάβαση. Δίπλα του έκανε το ίδιο και ο βασιλιάς των Σόλων. Σαν δύο χαμαιλέοντες οι δύο άνδρες ανέβαιναν αργά, δίπλα ο ένας στον άλλο, ψιθυρίζοντας στην διαδρομή όσα έπρεπε να λεχθούν.

«Βασιλιά μου υπάρχει αλλαγή διαδοχής στην Περσία. Ο νέος βασιλιάς ονομάζεται Δαρείος και ήταν ο δορυφόρος του βασιλιά Καμβύση. Μετά το θάνατο του βασιλιά εξόντωσε κάθε αντίπαλο και τώρα βασιλεύει στην αχανή αυτοκρατορία από το Αιγαίο μέχρι την Ινδία. Έχει ξαναγράψει την ιστορία και είναι αδίστακτος. Εκτέλεσε πεντέμισι μυριάδες άνδρες στην Μοργιανή μέσα σε μία μέρα.»
«Τα όσα συμβαίνουν στην Περσία σπανίως μας αφορούν και μας επηρεάζουν» ήταν η σκεφτική απάντηση.
«Όχι αυτή την φορά βασιλιά μου. Ο νέος βασιλιάς είναι πανούργος. Έχει ζητήσει τα πρωτότοκα ανήλικα παιδιά όλων των υποτελών του βασιλέων και σατραπών να παρουσιαστούν στις Πασαργάδες μέχρι το τέλος του φθινοπώρου, για να μεγαλώσουν σύμφωνα με τα Περσικά έθιμα. Χρειάζεται να ενημερώσεις τους υπόλοιπους.»

Τα λόγια καρφώθηκαν σαν μαχαίρι στην πλάτη του Φιλόκυπρου. Ο μικρός του Αριστόκυπρος μετα βαθιά πράσινα μάτια όπως της γιαγιάς του, ήταν μόλις ενός, το βλαστάρι ενός ευτυχισμένου γάμου. Εντός του βαριά μαύρα σύννεφα μαζεύονταν ενώ πλησίαζαν στην κορυφή.

«Πότε θα φτάσει η διαταγή του νέου βασιλιά των βασιλέων;»
«Οι μαντατοφόροι έχουν ήδη ξεκινήσει βασιλιά μου.»

Ανεβαίνοντας στην κορυφή του τοίχου ο Φιλόκυπρος κάθισε στην πλατιά οριζόντια επιφάνεια. Στο μυαλό του οι πιθανότητες και οι προεκτάσεις τους έτρεχαν με την ταχύτητα των αστραπών που χτυπούσαν την Πέτρα του Λιμνήτη στις καταιγίδες.
Ο νεαρός βασιλιάς που ένιωθε τους ανέμους της μοίρας να φυσούν δαιμονισμένα μέσα του έβλεπε μόνο μία διέξοδο στα τείχη που υψώνονταν γύρω του κινούμενα για να τον συνθλίψουν. Έβλεπε τις πολλαπλές ροές της απόφασης του να απλώνονται εντός του με πολλές και διάφορες καταλήξεις. Όλες μα όλες κατέληγαν στο τέλος του δρόμο σε ένα αιματηρό αδιέξοδο, έναν τοίχο με σκαλισμένους γενειοφόρους με τιάρες και τόξα. Ο πατέρας του μέσα του όμως, πανταχού παρών και χαμογελαστός, άρθρωνε για ακόμη μία φορά την ανίκητη τοπική παραίνεση μπροστά σε κάθε απόφαση και πράξη που το τέλος της ήταν αβέβαιο:
«Αν εν μήλο εν ν’ ανθίσει.»
«Ανδροκλή έχω να σου ζητήσω μία χάρη, προτού ταξιδέψεις πίσω στην Πισιδία.»
«Βασιλιά μου η επιθυμία σου είναι προσταγή για μένα.»
«Γνωρίζεις την Σπαρτιατική αποικία στο κέντρο του νησιού;»
«Βασιλιά μου μιλάς για την Λακαιδάμεια; Η φήμη της έχει απλωθεί σε όλο το Λακωνικό κόσμο.»
«Χρειάζομαι να συνοδεύσεις κάποιον στην Λακαιδάμεια. Θα σε συνοδεύσει ο Πόλεμος»…

(Επομένο)
Λακαιδάμεια ~ Λακατάμεια
Ευξίφιος ~ Αλεξάνδρα
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Sunday, June 21, 2020

Ελισσώ ~ Λύση

(Προηγούμενο)
Τρίπυλος~Θρονί~Κύκκος
https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/06/blog-post_14.html


Ελισσώ ~ Λύση
Λαγός


Ο γιγαντόσωμος άντρας που άκουε στο όνομα Χέρσης κοίταξε τα χέρια του που έσπρωχαν το άροτρο. Οι τεντωμένοι τένοντες πάνω στο ροζιασμένο ξύλο του θύμισαν το μακρινό παρελθόν. Τότε πριν από εκείνην… Η μνήμη του γέμισε κύματα αφρισμένα, πανιά, κουπιά και τις κλαγγές των σπαθιών και των ασπίδων  πάνω σε βρεγμένα καταστρώματα. Οι «Δαίμονες της θάλασσας» ανάμεσα στην βόρεια ακτή και την Κιλικία. Τότε που απαντούσε σε άλλο όνομα. Δεν θα άλλαζε την πορεία της ζωής του για τίποτε, σκέφτηκε. «Κάθε τι που γίνεται συνειδητά δεν το μετανιώνεις», του είχε μάθει ο ιερουργός του Ασκληπιού από την Θράκη, που τον τιμούσε με την φιλία του εδώ και πολλά χρόνια. Και ο Χέρσης δεν μετάνιωνε τίποτε από όσα είχαν γίνει.

Χαμογελώντας θυμήθηκε ξανά την ιστορία του Οδυσσέα που γύριζε την Ελλάδα με ένα κουπί ώσπου να φτάσει σε ένα μέρος που οι κάτοικοι δεν γνώριζαν τι ήταν, για να κτίσει έναν ναό στον Ποσειδώνα. Θα ήταν αδύνατον να του συμβεί στην Κύπρο, αναλογίστηκε. Εδώ τα καλύτερα μας κουπιά και κατάρτια γίνονται στα βουνά γύρω από τον Τρίπυλο. Πιθανώς να μην υπάρχει βουνίσιος Κύπριος που να μην ξέρει να τα σμιλεύσει, συμπλήρωσε την σκέψη.

- Άχ Οδυσσέα, στην Κύπρο θα αποτύγχανες, μονολόγησε δυνατά γελώντας με την καρδιά του.

Μόνον τότε πρόσεξε τον ψιλόλιγνο έφηβο που περπατούσε αθόρυβα στις παρυφές του λόφου.

***

Είχε ξεκινήσει νωρίς νωρίς με το λυκαυγές. Η καλύτερη ώρα για να κυνηγήσει στον κάμπο της Μεσαορίας. Γλίστρησε από την έξοδο της κουζίνας παίρνοντας μαζί του τις δύο σμιλεμένες σκυτάλες από κορμό ελιάς. Είχαν ακριβώς το ίδιο βάρος εξισορροπώντας πλήρως την κίνηση την ώρα της επιτάχυνσης. Ο πατέρας του τον είχε διδάξει τη χρήση τους από τότε που μόλις είχε αρχίσει να περπατά. Ή να τρέχει. Όπως το δει ο καθείς. Ακόμη και σε εκείνα τα πρώτα παιδικά βήματα ο Εύδρομος ο Ελισσαίος τον είχε μυήσει στην τέχνη του τρεξίματος. «Όλοι θέλουν τα παιδιά τους να μάθουν να περπατούν» έλεγαν στην μικρή κώμη. «Ο Εύδρομος διδάσκει τον γιο του να τρέχει».

Η οικία βρισκόταν στην άκρη της Ελισσού προς το βουνό. Πήρε την κεντρική οδό προς τον κάμπο. Η κώμη ξυπνούσε ήδη. Κελλαριστές καλημέρες και ευχές γιαγιάδων που ήδη άρχιζαν τις δουλειές στις προσόψεις των σπιτιών τον συνόδευαν. Αισθανόταν όμορφα με κάθε συναπάντημα στην Ελισσώ. Η κώμη διατηρούσε την πανάρχαια λακωνική παράδοση της συλλογικής ανατροφής των παίδων. Κάθε παιδί ήταν παιδί όλων, κάθε μάνα ήταν μάνα όλων, όλες και όλοι κόρες, γιοι, μανάδες, μια αδελφοσύνη που γνώριζε ότι ήδη είχε χαθεί στην πλειονότητα του νησιού.

Βγήκε από τον δρόμο κατηφορίζοντας προς τον κάμπο. Περνώντας τον μικρό λόφο κινήθηκε προς τα αριστερά αντίθετα με την πρωινή αύρα.

«Δες τον Λυκάωνα», του δίδαξε ο πατέρας του. «Κοίτα πώς χρησιμοποιεί τον άνεμο για να καλύψει την μυρωδιά του». Και το παιδί έμαθε από νωρίς ότι ο καλύτερος δάσκαλος στο κυνήγι ήταν ο σκύλος του σπιτιού.

Αισθάνθηκε την παρουσία του ιερού πουλιού προτού το δει. Το κοίταξε να γυροφέρνει ψηλά στον ουρανό και αγαλλίασε, προτού αφιερωθεί ξανά στο κυνήγι. Άρχισε να κινείται αθόρυβα, πατώντας αργά το ένα πέλμα πίσω από το άλλο, αισθανόμενος κάθε επαφή με την μάνα γη.

«Πρώτα οι φάλαγγες των δακτύλων και το μαξιλάρι και μετά το υπόλοιπο πέλμα. Η κίνηση ανεμπόδιστη από την ανύψωση του γονάτου. Περπατούμε και τρέχουμε ΠΑΝΩ στα πέλματα, όχι ΜΕ αυτά..»

Κάθε βήμα του έφερνε και μία ανάμνηση, μία υπόμνηση της διδασκαλίας στα χέρια του πατέρα του, μία αίσθηση γλυκύτητας απεριόριστης. Ο έφηβος γνώριζε τα αισθήματα του πατέρα του για αυτόν, κι ας μην είχαν ποτέ αρθρωθεί ανάμεσα τους. Πλημμύριζε πάντοτε από την εύνοια της αποδοχής του. Η σιωπηλή απουσία της μητέρας του για τη οποία ουδέποτε μιλούσαν, πληρωνόταν με την σιωπηλή παρουσία του πατέρα και της γιαγιάς του. Εκτός από την ώρα της διδασκαλίας.

Τις σκέψεις του διέκοψε το τρανταχτό γέλιο από τον κάμπο. Μόνον τότε πρόσεξε τον γιγαντόσωμο άντρα που όργωνε και γελούσε μιλώντας μόνος του. Φαινόταν εντυπωσιακός μέσα στην ερημιά του κάμπου. Ένας γίγαντας που όργωνε μόνος. Σήκωσε την σκυτάλη σε έναν χαιρετισμό αναγνώρισης και έλαβε τον αντιχαιρετισμό που ήταν τόσο διαδεδομένος στην περιοχή. Ο Χέρσης ακούμπησε το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς του και συνέχισε να γελά. Ο έφηβος γύρισε ξανά χαμογελώντας, ακολουθώντας το μονοπάτι του λαγού που μόλις που φαινόταν ανάμεσα στα υπολείμματα του σιταριού. Τον είχε εντοπίσει εδώ και μέρες και είχε παρακολουθήσει την καθημερινή του ιεροτελεστία. Γνώριζε ότι σύντομα θα εμφανιζόταν για να πιει νερό στην γούρνα που βρισκόταν ένα στάδιο περίπου μακριά. Ήταν ένας νεαρός λαγός στην ακμή των δυνάμεων του. Ένα υπέροχο ζώο. Σύντομα ευχόταν να ψηνόταν στα πήλινο της γιαγιάς του. Αν η Άρτεμις και ο Απόλλων το επέτρεπαν.

Αναγνώρισε τα αυτιά του λαγού προτού τον δει ολόκληρο. Αισθάνθηκε τους παλμούς της καρδίας του να εντείνονται. Σταμάτησε μόλις μπορούσε να διακρίνει την φιγούρα ολόκληρου του ζώου. Σιγοψιθύρισε την προσευχή του, ζητώντας συνάμα συγγνώμη από το ζώο που θα κυνηγούσε. Ήταν μία συγγνώμη ειλικρινής, που πήγαζε από το κέντρο του στήθους του.

«Όλα είναι ιερά», ξανά η ανάμνηση των λόγων, «όλα έχουν μία θέση», «ζητούμε συγγνώμη από το ζώο διότι ο φόνος δεν είναι η Θεϊκή Φύσις της Τάξεως». Θυμόταν την διδασκαλία ξανά και ξανά και ξανά. Κάποτε αντιδρούσε στα επαναλαμβανόμενα κηρύγματα. Όχι πλέον. Όχι από τότε που η γιαγιά του τον δίδαξε πώς να παίρνει ο ίδιος μια ζωή. «Σκοτώνουμε για να επιβιώσουμε. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Και ευγνωμονούμε την ύπαρξη του ζώου και το πνεύμα του. Και ευχόμαστε κάποτε να μην είναι αναγκαίο». Αυτό το τελευταίο δεν μπορούσε να το διανοηθεί. Είχε ακούσει όμως για τις μυστικιστικές παραδόσεις κοινοτήτων που δεν έτρωγαν ποτέ οτιδήποτε ζωικό. Του φαινόταν μύθος.

Σταμάτησε πλήρως. Άρχισε να αναπνέει αργά. Αισθανόταν τον αέρα να εισέρχεται κυματιστά μέσα στο σώμα του γεμίζοντας ολόκληρο το στήθος του. Η εσωτερική πίεση τέντωνε και τον τελευταίο βρόγχο χαλαρώνοντας ολόκληρο το σώμα. Η εκπνοή του ήταν πλήρης, σχεδόν στα πρόθυρα απώλειας της συνείδησης. Τότε το διάφραγμα αναλάμβανε αυτόματα την κίνηση γεμίζοντας ξανά τους πνεύμονες. Εκεί, στο κενό ανάμεσα στην εκπνοή και την εισπνοή οραματίστηκε ολόκληρη την αλληλουχία της δράσης. «Χαλαρά, η μέγιστη ταχύτητα υπάρχει μόνον στην χαλαρότητα, η σύσπαση χωρίς χαλαρότητα είναι το προοίμιον του θανάτου…» Ανοιγόκλεισε τα μάτια εστιάζοντας στο θήραμα. Ένιωσε τις σταγόνες του ιδρώτα που εκκρινόταν. Για μια απειροελάχιστη στιγμή αφαιρέθηκε αισθανόμενος την παρουσία του ιερού πουλιού. Την ένιωσε προτού δει το γεράκι να πεταρίζει παραμένοντας σταθερό στον ουρανό, σαν να ετοιμαζόταν και εκείνο να παρακολουθήσει το δρώμενο. Επανάφερε άμεσα την προσοχή του στον στόχο. Χαλάρωσε την λαβή στις σκυτάλες και βεβαιώθηκε ότι βρίσκονται σταθερά στα χέρια του. Πίεσε χαλαρά τα πέλματα του στο έδαφος και εκσφενδονίστηκε.

«Οι πρώτοι διασκελισμοί είναι και οι πιο σημαντικοί. Σε αυτούς επιβάλλεται η συνειδητή προσπάθεια για την χαλαρότητα. Η μετάβαση από την ακινησία στην μέγιστη κίνηση είναι και η πιο δύσκολη προσπάθεια του δρομέα. Όταν η επιτάχυνση δώσει τη θέση της στην μέγιστη σταθερή ταχύτητα το σώμα γνωρίζει. Και ίπταται μέσω αλμάτων». Ξεπέρασε πολύ γρήγορα το πρώτο μέρος της διαδρομής φτάνοντας στο σημείο που αισθανόταν την ηδονή της ταχύτητος. Κατανοούσε ότι έσκιζε τον αέρα εμπρός του. Όσες φορές και αν το είχε ξανακάνει, κάθε φορά ήταν πάντοτε κάτι το νέο, το υπέροχο, μία αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Σύντομα ο λαγός θα τον αντιλαμβανόταν και το αληθινό κυνήγι θα άρχιζε.

***

Είδε τον έφηβο να αλαφροπατά αργά και κατάλαβε αμέσως. «Θα κυνηγήσει τρέχοντας» θαύμασε. Είχε ακούσει πολλές φορές μέσα στα χρόνια για την παράδοση των δρομέων κυνηγών του κάμπου αλλά την είχε απορρίψει άμεσα σαν έναν ακόμη από τους μύθους των ανθρώπων του τόπου. Η τάση όλων των Κυπρίων για την υπερβολή ήταν παροιμιώδης. Να όμως που μπροστά του ένας έφηβος – θα ήταν άραγε δεκατεσσάρων; - θα το έπραττε. Στάθηκε ολόρθος παρατηρώντας προς το μέρος που κατευθυνόταν ο νέος. Αναγνώρισε την κατεύθυνση. Η βούρνα. Κάποιο ζώο στην βούρνα. Ασυναίσθητα άφησε το άροτρο και άρχισε να περπατά προς την κατεύθυνση με μικρά αργά βήματα, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο.
«Ξέρει να χρησιμοποιεί τον άνεμο» αναγνώρισε αμέσως ο παλιός πειρατής μέσα του.

Ευθυγραμμιζόμενος με την γούρνα αναγνώρισε αμέσως το είδος του θηράματος και ακινητοποιήθηκε. «Ο νέος είναι τρελός» σκέφτηκε. Έστρεψε ξανά το βλέμμα του προς τον νέο. Είχε σταματήσει. Αναγνώρισε την τελετουργία του δρομέα. Θυμήθηκε ακριβώς πότε την είχε πρωτοδεί. Και από ποιόν. «Είναι δυνατόν;» αναρωτήθηκε. Και τότε ο νέος εκτινάχθηκε προς τα εμπρός. Θαύμασε την κίνηση και την αρμονία της. Ο νέος κατάπινε την απόσταση μοιάζοντας να πετά. Σύντομα ο λαγός θα τον αντιλαμβανόταν. Στεκόταν μαγεμένος, βλέποντας να εκτυλίσσεται μπροστά του το υλικό των μύθων του παρελθόντος.

***

Τα αυτιά του λαγού τεντώθηκαν. Είχε ακούσει. Ανασήκωσε απότομα το κεφάλι αναζητώντας την κατεύθυνση του κινδύνου. Είδε τον κυνηγό που κατευθυνόταν προς το μέρος του από την κατεύθυνση της φωλιάς του. Χωρίς δισταγμό πετάχτηκε προς την κατεύθυνση του ανοικτού κάμπου.

Είδε την κίνηση του λαγού και απαλά έστρεψε προς την κατεύθυνση του χωρίς να μειώσει την ταχύτητα του. Είχε ήδη κερδίσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και της ταχύτητας. Εστίασε στο θήραμα του καταπίνοντας την απόσταση ανάμεσα τους. Ήξερε ότι το περιθώριο λάθους ήταν ελάχιστο. Σύντομα ο λαγός θα έφτανε στην δική του μέγιστη ταχύτητα και όλα θα τελείωναν.

Τρέχοντας, χωρίς να αλλοιώσει κατά το ελάχιστο την μορφή της κίνησης άφησε την αριστερή σκυτάλη να εκσφενδονιστεί προς το αριστερό μέρος της κίνησης του λαγού. Στον επόμενο διασκελισμό πάτησε γερά το αριστερό πέλμα και πήδηξε εμπρός και δεξιά. Αισθάνθηκε να πετά.

Ο λαγός είδε την σκυτάλη να κτυπά αριστερά και μπροστά του και απότομα έκανε ένα άλμα προς τα δεξιά. Η δεύτερη σκυτάλη του ιπτάμενου νέου προσγειώθηκε στο κεφάλι του θρυμματίζοντας το λεπτό κρανίο. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος.

«Ένας ανώδυνος θάνατος», σκέφτηκε ο νέος, ευχαριστώντας τους αδελφούς Θεούς. Μόνον τότε αισθάνθηκε την κούραση από την υπερπροσπάθεια. Κάθε ίνα του σώματος του καιγόταν. Σκύβοντας, έβαλε τα χέρια στα γόνατα του και άρχισε να εισπνέει με μικρές και ταχείς αναπνοές από το διάφραγμα του, αναπληρώνοντας τον αέρα μέσα του. Κίνησε το διάφραγμα του κυκλικά όπως είχε μάθει αισθανόμενος την ευλογία της χαλάρωσης. Μαζεύοντας τις σκυτάλες έπιασε το θήραμα του από τα αυτιά και κίνησε για τον δρόμο της επιστροφής. Χαμένος στον κόσμο του παραλίγο να κτυπήσει πάνω στον γιγαντόσωμο αγρότη.

«Τον έπιασες!», ήταν τα έκπληκτα λόγια του.
«Με την βοήθεια των Θεών» ανταπάντησε, αιφνιδιασμένος.
«Οι Θεοί λίγο έχουν να κάνουν με το κυνήγι νέε μου».

Μόνον τότε κοίταξε πραγματικά τον άνδρα απέναντι του. Αν ζούσε ο Αίαντας ο Τελαμώνειος θα ήταν σίγουρα με την μορφή αυτού του αγρότη. Παρατήρησε προσεκτικά την διάπλαση του και αισθάνθηκε δέος με την ρώμη που απέπνεαν οι μύες του. Είναι καταπληκτικό πώς η αγροτική ζωή σμιλεύει έτσι το σώμα. Κι όμως κάτι δεν του ταίριαζε στην εικόνα. Ίσως ήταν η φωνή, μελωδική και βαριά, αλλά με ένα είδος ευγένειας, χάρης και ειρωνείας που δεν ταίριαζε στην περίσταση.

«Κι όμως, χωρίς τους Θεούς, τι θα ήμαστε;» αποκρίθηκε.
«Ελεύθεροι!» ήταν η κατάληξη του γίγαντα, χαμένη μέσα σε μία έκρηξη τρανταχτού γέλιου.

Δεν περίμενε την ταχύτητα της απάντησης. Ήταν φανερό ότι ο συνομιλητής του είχε τιθασεύσει την τέχνη του Λόγου για την οποία του μιλούσε ο δάσκαλος του στην Ελισσώ. Έμεινε με το στόμα ανοικτό, γνωρίζοντας ότι είχε ήδη χάσει αυτή την μάχη.

«Τι λες να μοιραστείς το θήραμα σου με έναν απλό και ταπεινό αγρότη;»
Απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη, όπως όριζαν τα έθιμα της φιλοξενίας.
«Θα είναι χαρά μου να φάμε μαζί στο πατρικό μου».
«Πολύ ωραία νέε μου. Πες λοιπόν στον Εύδρομο ότι το απόγευμα θα έχει επισκέψεις. Είμαι σίγουρος ότι η γιαγιά σου θα τον μαγειρέψει εξαίσια στο πήλινο με τα κρεμμύδια. Πες στον πατέρα σου ότι ο ξένος θα φέρει το κρασί…»

Ο νέος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει τον γίγαντα να απομακρύνεται. Πώς ήξερε ποιος είναι ο πατέρας του; Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του προηγουμένως. Να ‘ταν άραγε στ’ αλήθεια ένας Θεός που τον δοκίμαζε; Κι όμως είχε ξαναπάρει το άροτρο στο χέρι και όργωνε.

Μπλεγμένος και συγχυσμένος πήρε το δρόμο της επιστροφής χαιρετώντας τον ξένο που ακόμη γελούσε. Εκείνος του φώναξε με βροντερή φωνή:
«Θα σε ξαναδώ το απόγευμα Λαγέ του Ευδρόμου!». Και ξανάρχισε να γελά…

***

Το απόγευμα στον φρεσκονοτισμένο από την βροχή κάμπο ήταν μαγικό. Η μυρωδιά του χώματος γέμιζε τον αέρα. Τα πουλιά που αναζητούσαν τους σπόρους που μόλις είχαν φυτευτεί τραγουδούσαν σε ολόκληρη την πεδιάδα. Ο δίσκος του ήλιου ταξίδευε προς την Δύση χρωματίζοντας πορφυρό τον ουρανό. Ο κάμπος γέμιζε χρώματα. Ένα ουράνιο τόξο γεφύρωνε το βουνό με τον κάμπο στην μεριά της Σαλαμίνας. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες της Ελισσού κάθονταν μπροστά στα σπίτια, περιμένοντας την ώρα του δείπνου ενώ τα παιδιά έπαιζαν τα τελευταία παιχνίδια, πριν ακούσουν την φωνή της μάνας να τα καλεί. Μέσα από το ουράνιο τόξο ακούστηκε πρώτα ο ήχος των αλόγων. Στην είσοδο της κώμης οι γέροντες ανασηκώθηκαν για να δουν.

Το βασιλικό τέθριππο ελάττωσε την ταχύτητα του μπαίνοντας στον κεντρικό δρόμο της Ελισσού. Ο ηνίοχος του κρατούσε σταθερά τα γκέμια συγκρατώντας τα άλογα που είχαν οσμιστεί ήδη την τροφή παντού. Δίπλα του ο γιγαντόσωμος βασιλιάς της Σαλαμίνας στεκόταν χαιρετώντας εγκάρδια τους άνδρες και τις γυναίκες που έβγαιναν από τις πόρτες των σπιτιών. Πάνω στο άρμα κυμάτιζε η σημαία του. Μία μαύρη πειρατική σημαία με ένα λευκό τόξο κεντημένο στο κέντρο. Ο ηνίοχος οδήγησε το άρμα προς το τελευταίο σπίτι της πόλης, στο βόρειο άκρο. Φτάνοντας συγκράτησε τα άλογα με ένα συριχτό ήχο. Ο βασιλιάς ξεπέζεψε αντικρίζοντας στην είσοδο έναν ψηλό λυγερόκορμο άνδρα. Η οδός πίσω τους ήταν γεμάτη από κόσμο, που είχε ακολουθήσει το άρμα γεμάτος περιέργεια. Η παρουσία του βασιλιά ήταν εντελώς απρόσμενη.

Οι δύο άνδρες κοντοστάθηκαν ο ένας μπροστά στον άλλο. Μετά, και προς μεγάλη έκπληξη του λαού που έβλεπε, ο βασιλιάς αγκάλιασε θερμά τον Εύδρομο, τον δικό τους Έυδρομο. Ήταν φανερό ότι οι δύο τους γνωρίζονταν. Κάποιοι μάλιστα ορκίζονταν αργότερα γύρω από τις εστίες της Ελισσού ότι είχαν δει δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα του.

«Άκουσα ότι απόψε έχεις λαγό στο τραπέζι και ήρθα να τον μοιραστούμε» είπε ο βασιλιάς. «Έφερα το κρασί!» ολοκλήρωσε ξεσπώντας στα τρανταχτά γέλια που οδήγησαν τους Ελισσιώτες στη σκέψη ότι ο βασιλιάς δεν είναι καλά στο κεφάλι του.
«Κόπιασε», ήταν τα λόγια του Ευδρόμου, στην απλή και λιτή πρόσκληση, την τόσο κοινή στο νησί.

Οι δύο τους πέρασαν το κατώφλι, και βρέθηκαν στο δωμάτιο υποδοχής. Το πάτωμα ήταν κοσμημένο με λευκά και μαύρα χαλίκια της θάλασσας που έφτιαχναν γεωμετρικά σχήματα. Μπροστά τους βρισκόταν η εστία και πίσω της το αίθριον, η τετράγωνη εσωτερική αυλή γύρω από την οποία πραγματωνόταν το σπίτι, με μικρά δωμάτια. Απέναντι από το αίθριον ήταν η κουζίνα. Η μυρωδιά του λαγού στο μικρό κτισμένο φουρνί πλημμύριζε το σπίτι. Μπροστά στην εστία στέκονταν η Λαοδίκη η μητέρα του Ευδρόμου και ένας νέος που αντίκρυζε εμβρόντητος τον γιγαντόσωμο αγρότη ντυμένο βασιλιά.

«Καλωσόρισες γιε μου.» προσφώνησε τον Χέρση η γιαγιά του. Κάθε τι που συνέβαινε γύρω από τον νέο τον γέμιζε ολοένα και με περισσότερες απορίες.
«Καλώς σε ήβρα μάνα», άρθρωσε ο Χέρσης, απαντώντας στο πρότυπο της Ελισσιώτικης εθιμοτυπίας. Δεν ήταν όμως εθιμοτυπικά τα λόγια που έβγαιναν από τα στόματα τους. Ο γιγαντόσωμος βασιλιάς γονάτισε αγκαλιάζοντας με θέρμη την γραία φιλώντας το χέρι της. Και εκείνη του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά ανταποδίδοντας το χειροφίλημα του με ένα φιλί στο μέτωπο.
«Κάτσετε, να κάτσουμε», του είπε. Μπροστά στο πρόσταγμα της Λαοδίκης όλοι πήραν τις θέσεις τους στα μικρά καθίσματα από αναθρίκα γύρω από το χαμηλό τραπέζι, μπροστά από τον βωμό.

«Πολλοί οι χειμώνες», ψέλλισε ο οικοδεσπότης.
«Είκοσι τέσσερις», απάντησε ο φιλοξενούμενος, «αλλά ποιος μετρά;»
Γέλασαν πικρά και οι δυο τους.
«Αληθινά είναι τόσοι;»
«Ναι Εύδρομε, καθένας τους μου θυμίζει τα όσα ζήσαμε, καθένας τους μου θυμίζει γιατί σταματήσαμε. Και πόσους χάσαμε στην πορεία. Λυπούμαι πολύ. ‘Εμαθα για την…»

Ο Εύδρομος έριξε ένα βλέμμα με νόημα στον βασιλιά, ενώ η Λαοδίκη έστρωνε στο τραπέζι το πήλινο περίκλειστο σκεύος με τον πηλό που είχε ψηθεί γύρω από το καπάκι.
«Ελάτε τώρα, δεν είναι ώρα να ασχολούμαστε με το παρελθόν, κοπιάστε να φάμε».
Με την ξύλινη κουτάλα, έσπασε το πήλινο σφράγισμα και αφαίρεσε το καπάκι. Ύστερα σέρβιρε στον καθένα τους ένα κομμάτι κρέας με κρεμμύδια μέσα στον πλακούντα, το πιάτο που είχε γίνει από δίπυρο κριθάρένιο ψωμί. Ο Χέρσης γέλασε ξανά.
«Ξέχασα την ύπαρξη αυτών των πιάτων μίας χρήσης. Είναι σίγουρα πιο νόστιμα από τα πιάτα στο παλάτι»

Ο έφηβος συνέχισε να βλέπει όλα όσα γίνονταν γύρω του αποσβολωμένος. Δεν ήταν όμως δυνατό να αρθρώσει τις ερωτήσεις που πλημμύριζαν το μυαλό του. Δεν ήταν της θέσης του μια τέτοια συμπεριφορά. Αισθανόταν έτοιμος να εκραγεί. Ο βασιλιάς γύρισε προς το μέρος του απευθύνοντας του τον λόγο:
«Γιε του Ευδρόμου, καταλαβαίνω ότι πρέπει να έχεις πολλές απορίες. Δυστυχώς δεν θα λυθούν απόψε. Εγώ και ο πατέρας σου δεσμευόμαστε με όρκους σιωπής, πιο δυνατούς και από την ζωή την ίδια. Όρκους αίματος αγαπημένων. Μπορώ να σου πω όμως ότι σε αναγνώρισα αμέσως μόλις άρχισες την προθέρμανση σου για το κυνήγι. Αναγνώρισα τον πατέρα σου μέσα σου. Τον μοναδικό Κύπριο που έτρεξε στην Ολυμπία.»

Ο έφηβος γνώριζε την ιστορία του πατέρα του, Ήταν η συνεχής πηγή έμπνευσης για τον ίδιο και για κάθε νέο της Ελισσού. Ο Εύδρομος ο Ελισσαίος, ο Κύπριος, που είχε έρθει δεύτερος στους ολυμπιακούς αγώνες. Και όλοι οι νέοι της Ελισσού ονειρεύονταν πως κάποτε θα τον ξεπεράσουν. Στους κυκλικούς λακωνικούς χορούς στη γιορτή της Αρτέμιδος όλοι αυτόν είχαν στον νου σαν τραγουδούσαν το «Κι εμείς θα γίνουμε καλύτεροι από σας.»

«Ήρθα λοιπόν σήμερα στο τραπέζι σας για να ζητήσω από τον πατέρα σου την άδεια του…», είπε γυρίζοντας προς το μέρος του πατέρα του.
Ήταν η σειρά της Λαοδίκης και του Ευδρόμου να εστιάσουν με απορία τα βλέμματα τους στον βασιλιά.
«Ήρθα να σου ζητήσω παλιέ φίλε να επιτρέψεις στον γιο σου να τρέξει με τα χρώματα της Σαλαμίνας στα Ολύμπια»…


***

(Επόμενο)
Πέτρα~Σόλοι
Φιλόκυπρος Β'
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 




Ολύμπια ~ Λύμπια

  (προηγούμενο) Αχαιών Ακτή ~ Κερύνεια Σπάρος ~ Ενιάλιος https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/08/blog-post_16.html   Οι Αγώνες ...