(Προηγούμενο)
Ελισσώ ~ Λύση
https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/06/blog-post_21.html
Ελισσώ ~ Λύση
https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/06/blog-post_21.html
Πέτρα ~ Σόλοι
Φιλόκυπρος B’
Κοίταξε την προεξοχή στον βράχο
από πάνω του. Ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της αναρρίχησης. Το μοναδικό μέρος
στο οποίο θα έπρεπε να εγκαταλείψει κάθε στήριξη πηδώντας στο κενό.
Ο νεαρός βασιλιάς ήταν ο
τελευταίος στο είδος του στο νησί. Εγγονός και συνονόματος του περίφημου
βασιλιά που έκτισε την νέα πόλη, ο Φιλόκυπρος ο δεύτερος ζούσε με βάση τον
πανάρχαιο ομηρικό κώδικα των βασιλέων του Βουνιού και τώρα των Σόλων. «Μην
ζητάς τίποτε από τους υπηκόους σου το οποίο δεν είσαι διαθετιμένος να πράξεις ο
ίδιος». Και με την περηφάνια των κατοίκων που μαζί με τους Κερυνειώτες
διατείνονταν ότι κατάγονταν από τους πρώτους Έλληνες που είχαν φτάσει στο νησί.
Ανάπνευσε αργά συγκεντρώνοντας
όλες τις δυνάμεις του. Ολόκληρη η ύπαρξη του κυριολεκτικά εξαρτάτο από το άλμα.
Βρισκόταν πολύ κοντά στην κορυφή και κάτω του ανοιγόταν ο γκρεμός. Ο βράχος, η
Πέτρα, ήταν ο χώρος της καθημερινής του άσκησης. Από μικρό παιδί όταν ο πατέρας
του τον μύησε στην τέχνη του παγκρατίου ο Φιλόκυπρος είχε μάθει να εκτιμά τις δεξιότητες
και την σωματική ικανότητα που έκτιζε η αναρρίχηση στον βράχο. Η ισορροπία και
η δύναμη που είχε κτιστεί με τα χρόνια επέτρεπε πλέον στον εικοσιεξάχρονο νέο
να κατακτά την κορυφή. Ο απότομος βράχος στην βόρεια του πλαγιά ήταν το δικό
του γυμναστήριο έξω από την παλαίστρα. Εκεί έκτισε την απαράμιλλη δύναμη της
λαβής των χεριών του, για την οποία ήταν γνωστός πλέον σε όλο το νησί. Νικητής
στα Ολύμπια για δύο συνεχόμενες Ολυμπιάδες ετοιμαζόταν πλέον για το κατόρθωμα
που κανένας δεν είχε ποτέ καταφέρει στο νησί. Μία τρίτη νίκη θα τον ανέβαζε στο
πάνθεο των αθλητών του νησιού. Οι σκέψεις αυτές έπρεπε τώρα να σιγάσουν, ο νους
να αδειάσει. Έκλεισε τα μάτια. Οραματίστηκε την επόμενη κίνηση. Την συσπείρωση
των μυών, την ελαφριά εισπνοή και την βίαια εκπνοή με το άλμα. Το τέντωμα του
δεξιού χεριού και το άρπαγμα της προεξοχής. Η κίνηση θα έπρεπε να εκτελεστεί με
χάρη και χωρίς υπέρμετρη βία ώστε η λαβή να μπορέσει να συγκρατήσει το βάρος
ολόκληρου του σώματος. Εάν το άλμα ήταν πολύ μακρινό θα χανόταν στην άβυσσο
κάτω… Άκουσε τον ήχο του πουλιού της Θεάς από ψηλά. Χαμογέλασε. Καλός οιωνός.
Όλα τα παιδιά της περιοχής μάζευαν από παιδιά τα φτερά των γερακιών που
φώλιαζαν στην Πέτρα. Ορισμένες από τις πιο τρυφερές του αναμνήσεις συνδέονταν
με το πουλί που ονόμαζαν Πετρίτη.
Εισέπνευσε ελαφριά γεμίζοντας
μόνο το πάνω μέρος των πνευμόνων. Άνοιξε τα μάτια επικεντρώνοντας ολόκληρη την
ύπαρξη του στη μικρή προεξοχή πάνω από την οποία απλωνόταν ο καταγάλανος
ηλεκτρισμένος ουρανός. Πήδηξε στο κενό απλώνοντας το χέρι.
***
Ένα απέραντο συναίσθημα
αγαλλίασης και δέους τον συνεπήρε. Ήταν πάντοτε το ίδιο συναίσθημα κάθε φορά
που ανέβαινε στην κορυφή του βράχου. Από τότε που πριν από μία δεκαετία τα είχε
πρωτοκαταφέρει. Τότε στην κορυφή τον περίμενε ο πατέρας του. Θυμόταν ακόμη το
συναπάντημα τους μετά την ανάβαση από την προεξοχή, το τελευταίο εμπόδιο μερικά
πόδια πριν από την κορυφή. Ο γέρος του, είχε προσπαθήσει να διατηρήσει την
βασιλική αξιοπρέπεια κρύβοντας την αγωνία που ζωγραφιζόταν σε ολόκληρο του το
πρόσωπο. Δεν τα κατάφερε. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κλαίοντας με
αναφιλητά ανακούφισης. Τώρα κάθε φορά που ο Φιλόκυπρος ανέβαινε το βράχο μέχρι
τέλους ήταν και ένα μνημόσυνο για τον Αριστόκυπρο.
Κοίταξε τον κάμπο κάτω από τα
πόδια του. Κοντά στο βράχο φαινόταν η κώμη με το ομώνυμο όνομα. Γνώριζε τους
κατοίκους της Πέτρας έναν προς έναν. Βορειότερα προς τα δυτικά φαινόταν το
ανάκτορο της παλαιάς πόλης στο Βουνί και στην θάλασσα δυτικά του η άλλη Πέτρα,
ο ιερός βράχος μέσα στην θάλασσα κοντά στον Λιμνήτη, το μικρό επίνειο των Σόλων
και βασικότερο κέντρο του εμπορίου του χαλκού. Το μεταλλείο πίσω του και τα
μεταλλεία μπροστά του ήταν η πηγή των εσόδων του μικρού αλλά ακμαίου βασιλείου.
Οι κάτοικοι περηφανεύονταν ότι ήταν οι πρώτοι Ελεύθεροι στο νησί. Παρά το ότι
είχαν βασιλιά. Ολόκληρη η περιοχή αναφερόταν ακόμη στην εξέγερση των προγόνων
τους ενάντια στους Αιγυπτίους πριν από μία χιλιετία στην οποία απέκτησαν το
ιδιόμορφο καθεστώς που απολάμβαναν μέχρι σήμερα. Οι Σολιάτες αποδέχονταν μόνον
βασιλιάδες αντάξιους του πείσματος τους. Και ο Φιλόκυπρος ο δεύτερος ήταν
πρώτος ανάμεσα σε ίσους.
Εισέπνευσε βαθιά τον αέρα που
ερχόταν κατευθείαν από την θάλασσα. Κοίταξε προς τον βορρά όπου μπορούσε καθαρά
να δει την ακτογραμμή και τα βουνά της Μικράς Ασίας. «Τόσο κοντά…» σκέφτηκε.
«Άρχοντα μου…» άκουσε την φωνή
πίσω του. Γυρίζοντας αναγνώρισε τον πιστό υπηρέτη που αγαπητικά ονόμαζε
Πάτροκλο. Ο ευσταλής Καρδούχος ήταν μαζί του από παιδί. Σύνομήλικος και
συμπολεμιστής, ο νέος που το πραγματικό όνομα του ήταν Πόλεμος είχε φτάσει στο
νησί ως παιδί, μαζί με τον πατέρα του Φιλόκυπρου τότε που οι Κύπριοι «Δαίμονες
της θάλασσας» κυριαρχούσαν στα στενά βόρεια και ανατολικά του νησιού. Την εποχή
των τελευταίων ομηρικών ηρώων. Οι ιστορίες για την εποχή εκείνη είχαν αποκτήσει
στο νησί διαστάσεις θρύλου. Κανένας όμως από τους πρωταγωνιστές δεν επιβεβαίωνε
ποτέ όλα όσα τραγουδιούνταν στις κυπριακές τράπεζες των χωριών και των πόλεων.
Έμοιαζε να είχαν όλοι τους ορκιστεί έναν απαράβατο όρκο σιωπής που κανένας
θνητός δεν θα μπορούσε να τους αναγκάσει να σπάσουν. Πολλά χρόνια ο μικρός τότε
Φιλόκυπρος, παρακαλούσε, εκλιπαρούσε τον βασιλιά να μοιραστεί μαζί του τις
ιστορίες τους για να εισπράττει πάντοτε ένα χαϊδευτικό άγγιγμα στον ώμο ή ένα
αγαπητικό χτύπημα στην πλάτη, μαζί με την πάντα παρούσα σιωπή. Και τα
μειδιάματα που την συνόδευαν. Το μόνο που είχε εκμαιεύσει ποτέ ήταν ότι ο
Πόλεμος ήταν το παιδί ενός φίλου που χάθηκε άδικα και στον οποίο ο βασιλιάς
είχε υποσχεθεί ότι θα μεγαλώσει σαν γιο του. Οι δύο νέοι μεγάλωσαν έτσι μαζί
σαν δίδυμοι μια και είχαν πάνω κάτω την ίδια ηλικία. Είναι γι’ αυτό που σε όλη
την Σολιά τους αποκαλούσαν ο Κάστωρ και ο Πολυδέυκης.
«Πού τρέχει ο λογισμός σου;»
συμπλήρωσε ο πιστός φίλος.
«Άστα Πέτροκλε», απάντησε
χαμογελαστός παίρνοντας από το χέρι του τον λινό χιτώνα και τα σανδάλια.
Φορώντας τον χιτώνα αφαίρεσε τα επεξεργασμένα δέρματα από τα πόδια του που
παρείχαν πρόσφυση στην αναρρίχηση. Παίρνοντας τον Καρδούχο από το μπράτσο
άρχισε να χοροπηδά πειρακτικά κατευθυνόμενος προς το μαιανδρικό μονοπάτι που
οδηγούσε από την κορυφή στην βάση του μεταλλείου που οι ντόπιοι ονόμαζαν
«Φουκάσα».
«Βλέπω δεν έχασες την αίσθηση
του αυτοσαρκασμού σου βασιλιά μου».
«Έλα Πάτροκλε, δεν είναι ανάγκη
να ανησυχείς κάθε φορά τόσο. Είμαι πλέον έμπειρος στην αναρρίχηση. Ανεβαίνω όλο
το βράχο πλέον μόνον κάθε ηλιοστάσιο».
«Γνωρίζεις τις θέσεις μου για
τις συνήθειες σας βασιλιά μου. Νεκρός βασιλιάς δεν βασιλεύει σε κανέναν».
«Ναι αλλά ο ζωντανός θάβει και
τους νεκρούς…»
Ο νέος κούνησε με αποδοκιμασία
το κεφάλι του. Γνώριζε την ξεροκεφαλιά των ντόπιων από τότε που πολύ μικρός
άφησε τα ψηλά βουνά της Μικράς Ασίας για το νησί στο κέντρο του κόσμου.
***
Ο βασιλιάς στάθηκε στην άκρη
της παλαίστρας. Ο Πόλεμος άλειψε κάθε σημείο του σώματος του με ελαιόλαδο
εμποτισμένο με δενδρολίβανο. Η μυρωδιά του έφερε μία απότομη αίσθηση οξύνοιας.
Απέναντι του βρισκόταν ο επισκέπτης από την Σπάρτη της Πισιδίας. Η φήμη του
νεαρού βασιλιά είχε απλωθεί σε ολόκληρη την Μεσόγειο και συχνά δεχόταν
προκλήσεις για αγώνες, όπως επίτασσε και η παράδοση της πολεμικής τέχνης του
παγκρατίου. Ο Ανδρόκλής είχε ταξιδέψει ειδικά για την περίσταση και είχε
φιλοξενηθεί στο ανάκτορο για μερικές μέρες ώστε να είναι βέβαιο ότι δεν θα ήταν
επηρεασμένος από την καλοκαιρινή θαλασσοταραχή με την οποία έφτασε στο νησί.
Ήταν ένας θηριώδης άνδρας τουλάχιστον μισό κεφάλι πιο ψηλός από τον βασιλιά και
σίγουρα πολύ πιο ογκώδης.
Δεξιά και αριστερά από την
παλαίστρα στο γυμνάσιο των Σόλων είχαν συγκεντρωθεί όσοι περισσότεροι άνδρες
της πόλης μπορούσαν. Ακόμη και οι κάτοικοι των γύρω χωριών είχαν φτάσει στο
γυμνάσιο νωρίς για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Ήταν αδύνατο το
γυμνάσιο να χωρέσει τόσον κόσμο. Παρ’ όλ’ αυτά ο κόσμος παρέμενε βασιζόμενος
στην ανταπόκριση του τι συνέβαινε στην παλαίστρα από στόμα σε στόμα.
Ο αγώνας θα διεξαγόταν με τους
κανόνες του κάτω Παγκρατίου, δηλαδή με την χρήση όλων των δυνατών λαβών,
γροθιών και λακτισμάτων χωρίς κτυπήματα στα μάτια και τους όρχεις και χωρίς
δαγκώματα. Επειδή ήταν αγώνας έξω από τα θέσμια αποτελώντας ουσιαστικά μία
σοβαρή προπόνηση για τους αγώνες που πλησίαζαν σε Κύπρο και Μικρασία, οι
αθλητές δικαιούνταν να σταματήσουν τον αγώνα ανά πάσα στιγμή παραδιδόμενοι. Η
διαδικασία της υποταγής ήταν πολύ απλή με το επαναλαμβανόμενο κτύπημα της
παλάμης στο έδαφος ή στο σώμα του αντιπάλου.
Οι δύο αθλητές εισήλθαν στην
παλαίστρα η οποία ήταν στρωμένη με λεπτοκοσκινισμένη άμμο από την ακτή των
Αχαιών ανατολικά της Κερύνειας, εμπλουτισμένη με μικροσκοπικά ρινίσματα χαλκού.
Χαιρέτισαν ο ένας τον άλλο κατά το έθιμο κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι. Διαιτητής
του αγώνα είχε αμοιβαία συμφωνηθεί να είναι ο ιερέας του Ασκληπιού που είχε
έρθει ειδικά από την Ασκόπελο τον ιερό βράχο κοντά στην κωμόπολη του
Κλήρου. Βολικό σε περίπτωση τραυματισμού
καθώς ο Αρίων ήταν ο κορυφαίος θεραπευτής στο νησί.
Με το σύνθημα ο Ανδρόκλής
κινήθηκε προς τα μπρος προσπαθώντας να κτυπήσει τον βασιλιά στο πρόσωπο με τις
γροθιές του. Ο Φιλόκυπρος υποχώρησε με ταχύτητα και αλλάζοντας κατεύθυνση
απότομα βρέθηκε στο αριστερό πλευρό του Ανδρόκλή. Αστραπιαία κλώτσησε με το
πόδι του την περιοχή του ηλιακού πλέγματος του αντιπάλου του. Η κλωτσιά βρήκε
τον στόχο αφαιρώντας βίαια τον αέρα από τους πνεύμονες του. Με μία κίνηση που
θύμιζε αίλουρο ο νεαρός βασιλιάς πάτησε στο λυγισμένο γόνατο του σαστισμένου
αντιπάλου του και γλιστρώντας κυριολεκτικά πάνω και πίσω από το σώμα του
βρέθηκε να τον κρατά με τα χέρια σε ένα τριγωνικό κλείδωμα του κεφαλιού, ενώ τα
πόδια του δέθηκαν μπροστά από την κοιλιά του. Ο Ανδρόκλής αισθάνθηκε τον
θανατηφόρο εναγκαλισμό και επιστράτευσε όλη του τη δύναμη πηδώντας στο αέρα
προς τα πίσω ελπίζοντας με την βιαιότητα της πτώσης να απελευθερωθεί. Ενώ τα
δύο σώματα βρίσκονταν στον αέρα συνέβη κάτι που αψηφούσε τους νόμους της φύσης.
Ο νεαρός βασιλιάς απελευθέρωσε τον αντίπαλο του και γλιστρώντας το σώμα του
προς τα αριστερά πάτησε πρώτα το δεξί του πόδι και με όλη του την δύναμη
εκμεταλλευόμενος την ορμή της πτώσης έσπρωξε τον Ανδρόνικο προς το έδαφος ενώ ο
ίδιος είχε ήδη προλάβει να ισορροπήσει προσωρινά. Ο θηριώδης Σπαρτιάτης έπεσε
σαν δέντρο στο έδαφος, χάνοντας προς στιγμήν τις αισθήσεις του. Ο Σολιάτης καβάλλησε αμέσως τον θηριώδη του αντίπαλο
κτυπώντας τον με βία με τις γροθιές και τους αγκώνες στο πρόσωπο. Μάταια ο
φιλοξενούμενους προσπαθούσε να αμυνθεί. Γέρνοντας το κεφάλι για να αποφύγει τα
κτυπήματα έδωσε για ακόμη μία φορά την ευκαιρία στον Φιλόκυπρο να γλιστρήσει
σαν φίδι μέσα από την άμυνα του κλειδώνοντας ξανά τον αυχένα του με μία φονική
λαβή. Παραδεχόμενος την ήττα του ο Ανδρόκλής κτύπησε ελαφρά το χέρι του πάνω
στον ώμο του νέου. Ο αγώνας είχε τελειώσει τόσο γρήγορα που οι θεατές έξω από
το γυμνάσιο νόμιζαν ότι οι ζητωκραυγές σηματοδοτούσαν την έναρξη.
Ο Φιλόκυπρος χαμογελώντας
έτεινε το δεξί του χέρι προς τον αντίπαλο του ο οποίος σηκώθηκε και σε μία
κίνηση που ώθησε το πλήθος σε φρενήρεις κραυγές σήκωσε τον βασιλιά στους ώμους
του και τον περίφερε στην παλαίστρα. Η χειρονομία αυτή αναγνώρισης της
ανωτερότητας του Κύπριου αθλητή ήταν το επιστέγασμα του αθλητικού μέρους της
ημέρας.
Οι δύο αθλητές αφού αφαίρεσαν
το μείγμα λαδιού και σκόνης από τα δέρματά τους, λούστηκαν στα λουτρά δίπλα από
την παλαίστρα και φορώντας ελαφρούς καλοκαιρινούς χιτώνες περπάτησαν μαζί προς
το ανάκτορο περνώντας μέσα από τους δρόμους της πόλης κάτω από τις επευφημίες
των κατοίκων της πόλης για να καταλήξουν σε τι άλλο; Σε ένα ήδη στρωμένο
τραπέζι στο ύπαιθρο του παλατιού.
Αφού κάθισαν ο Μικρασιάτης
απηύθυνε πρώτος τον λόγο:
« Βασιλιά μου είχα ακούσει
πολλά για σένα. Μπορώ τώρα να τα επιβεβαιώσω και ο ίδιος».
Ο λόγος του ήταν λιτός όπως και
οι συνήθειες των Σπαρτιατών στην Πισιδία.
«Ευχαριστώ Ανδρόκλή για τα καλά
σου λόγια», ήταν η εξίσου λιτή απάντηση.
«Βασιλιά μου, υπάρχει ασφάλεια στην επικοινωνία;»
«Βασιλιά μου, υπάρχει ασφάλεια στην επικοινωνία;»
Ο Φιλόκυπρος κατάλαβε αμέσως τη
ερώτηση που είχε λεχθεί τόσο χαμηλόφωνα και συνωμοτικά που μόλις που έφτασε στα
αυτιά του.
«Προτού φάμε έλα να σου δείξω
το δικό μου γυμναστήριο. Πόλεμε!!!»
Ο Καρδούχος κατανόησε αμέσως το νόημα της επίκλησης του αληθινού του ονόματος. Μαζί με τον Κύπριο αδελφό του είχαν μέσα στα χρόνια αναπτύξει ένα κωδικό επικοινωνίας αναντίληπτο στους πολλούς. Η συνάντηση με τον θηριώδη Σπαρτιάτη ήταν πιο σημαντική από ό,τι φαινόταν και θα έπρεπε να γίνει μακριά από τα βλέμματα και τα αυτιά των πιθανών πρακτόρων του βασιλιά των βασιλέων που υπηρετούσαν στο παλάτι. Αφήνοντας τους δύο πρωταγωνιστές να σηκωθούν και να κατευθυνθούν προς το βόρειο μέρος του ανακτόρου, ο Πόλεμος ακολούθησε σε απόσταση παρατηρώντας με προσοχή.
Ο Καρδούχος κατανόησε αμέσως το νόημα της επίκλησης του αληθινού του ονόματος. Μαζί με τον Κύπριο αδελφό του είχαν μέσα στα χρόνια αναπτύξει ένα κωδικό επικοινωνίας αναντίληπτο στους πολλούς. Η συνάντηση με τον θηριώδη Σπαρτιάτη ήταν πιο σημαντική από ό,τι φαινόταν και θα έπρεπε να γίνει μακριά από τα βλέμματα και τα αυτιά των πιθανών πρακτόρων του βασιλιά των βασιλέων που υπηρετούσαν στο παλάτι. Αφήνοντας τους δύο πρωταγωνιστές να σηκωθούν και να κατευθυνθούν προς το βόρειο μέρος του ανακτόρου, ο Πόλεμος ακολούθησε σε απόσταση παρατηρώντας με προσοχή.
Οι δύο αθλητές έφτασαν στο
μέρος της εσωτερικής αυλής που οριζόταν από την πανάρχαια ελιά στο κέντρο της.
Μπροστά από την ελιά ορθωνόταν ένας ψηλός τοίχος, στο ύψος των τειχών της
πόλεως. Το θέαμα ήταν παράξενο καθώς ο τείχος ορθωνόταν στην μέση του πουθενά
χωρίς να αποτελεί μέρος ενός δωματίου ή να συνδέεται με κάποιο άλλο μέρος του
ανακτόρου.
«Εδώ προπονούμαι καθημερινά τα
απογεύματα», ήταν τα λόγια του νεαρού βασιλιά. «Ο τοίχος είναι μέρος του πρώτου
περιτειχίσματος της πόλης από τον καιρό της επίσκεψης του Σόλωνα. Τον
διατηρήσαμε όπως ήταν και κάναμε και κάποιες μικρές προσθήκες μέσα στα χρόνια».
Μόνο τότε ο Ανδροκλής έδωσε
προσοχή στην υφή του τοίχου. Χτισμένος με τετραγωνισμένους λείους βράχους
εμπεριείχε μικρότερες και μεγαλύτερες πορώδεις πέτρες, αυτές που στο νησί
ονόμαζαν πουρόπετρες. Είχε μέσα ακόμη μικρότερα κομμάτια από πέτρες και αγγεία
τα οποία διαμόρφωναν μία εντελώς ανώμαλη επιφάνεια μέχρι και την κορυφή.
«Θέλεις να δοκιμάσεις;» ήταν η
πρόσκληση.
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο
φιλοξενούμενος αφαίρεσε τα υποδήματα και τον ιματισμό του αρχίζοντας την
ανάβαση. Δίπλα του έκανε το ίδιο και ο βασιλιάς των Σόλων. Σαν δύο χαμαιλέοντες
οι δύο άνδρες ανέβαιναν αργά, δίπλα ο ένας στον άλλο, ψιθυρίζοντας στην
διαδρομή όσα έπρεπε να λεχθούν.
«Βασιλιά μου υπάρχει αλλαγή
διαδοχής στην Περσία. Ο νέος βασιλιάς ονομάζεται Δαρείος και ήταν ο δορυφόρος
του βασιλιά Καμβύση. Μετά το θάνατο του βασιλιά εξόντωσε κάθε αντίπαλο και τώρα
βασιλεύει στην αχανή αυτοκρατορία από το Αιγαίο μέχρι την Ινδία. Έχει
ξαναγράψει την ιστορία και είναι αδίστακτος. Εκτέλεσε πεντέμισι μυριάδες άνδρες
στην Μοργιανή μέσα σε μία μέρα.»
«Τα όσα συμβαίνουν στην Περσία
σπανίως μας αφορούν και μας επηρεάζουν» ήταν η σκεφτική απάντηση.
«Όχι αυτή την φορά βασιλιά μου.
Ο νέος βασιλιάς είναι πανούργος. Έχει ζητήσει τα πρωτότοκα ανήλικα παιδιά όλων
των υποτελών του βασιλέων και σατραπών να παρουσιαστούν στις Πασαργάδες μέχρι
το τέλος του φθινοπώρου, για να μεγαλώσουν σύμφωνα με τα Περσικά έθιμα.
Χρειάζεται να ενημερώσεις τους υπόλοιπους.»
Τα λόγια καρφώθηκαν σαν μαχαίρι
στην πλάτη του Φιλόκυπρου. Ο μικρός του Αριστόκυπρος μετα βαθιά πράσινα μάτια
όπως της γιαγιάς του, ήταν μόλις ενός, το βλαστάρι ενός ευτυχισμένου γάμου.
Εντός του βαριά μαύρα σύννεφα μαζεύονταν ενώ πλησίαζαν στην κορυφή.
«Πότε θα φτάσει η διαταγή του
νέου βασιλιά των βασιλέων;»
«Οι μαντατοφόροι έχουν ήδη
ξεκινήσει βασιλιά μου.»
Ανεβαίνοντας στην κορυφή του
τοίχου ο Φιλόκυπρος κάθισε στην πλατιά οριζόντια επιφάνεια. Στο μυαλό του οι
πιθανότητες και οι προεκτάσεις τους έτρεχαν με την ταχύτητα των αστραπών που
χτυπούσαν την Πέτρα του Λιμνήτη στις καταιγίδες.
Ο νεαρός βασιλιάς που ένιωθε
τους ανέμους της μοίρας να φυσούν δαιμονισμένα μέσα του έβλεπε μόνο μία διέξοδο
στα τείχη που υψώνονταν γύρω του κινούμενα για να τον συνθλίψουν. Έβλεπε τις
πολλαπλές ροές της απόφασης του να απλώνονται εντός του με πολλές και διάφορες
καταλήξεις. Όλες μα όλες κατέληγαν στο τέλος του δρόμο σε ένα αιματηρό
αδιέξοδο, έναν τοίχο με σκαλισμένους γενειοφόρους με τιάρες και τόξα. Ο πατέρας
του μέσα του όμως, πανταχού παρών και χαμογελαστός, άρθρωνε για ακόμη μία φορά
την ανίκητη τοπική παραίνεση μπροστά σε κάθε απόφαση και πράξη που το τέλος της
ήταν αβέβαιο:
«Αν εν μήλο εν ν’ ανθίσει.»
«Αν εν μήλο εν ν’ ανθίσει.»
«Ανδροκλή έχω να σου ζητήσω μία
χάρη, προτού ταξιδέψεις πίσω στην Πισιδία.»
«Βασιλιά μου η επιθυμία σου είναι προσταγή για μένα.»
«Βασιλιά μου η επιθυμία σου είναι προσταγή για μένα.»
«Γνωρίζεις την Σπαρτιατική
αποικία στο κέντρο του νησιού;»
«Βασιλιά μου μιλάς για την
Λακαιδάμεια; Η φήμη της έχει απλωθεί σε όλο το Λακωνικό κόσμο.»
«Χρειάζομαι να συνοδεύσεις
κάποιον στην Λακαιδάμεια. Θα σε συνοδεύσει ο Πόλεμος»…
(Επομένο)
Λακαιδάμεια ~ Λακατάμεια
Ευξίφιος ~ Αλεξάνδρα
No comments:
Post a Comment