Sunday, August 9, 2020

Καρπαθία ~ Χρυσή Ακτή ~ Καρπασία

(προηγούμενο) 
Λακεδάμεια ~ Λακατάμεια 
Ευξίφιος ~ Αλεξάνδρα
 

Απολλόδωρος ο Καρδιανός

Το πολεμικό θεσσαλικό άτι έτρεχε πάνω στον παραλιακό δρόμο. Είχε περάσει εδώ και ώρα το δίστρατο που οδηγούσε βόρεια στο πέρασμα πάνω από το βουνό, παίρνοντας την ανατολική διαδρομή προς την χερσόνησο. Στο πρόσωπο του ένιωθε το σκίσιμο του αέρα με την αλμύρα της θάλασσας να τον ραπίζει. Οι μυρωδιές των αρωματικών θάμνων της περιοχής γέμιζαν τους πνεύμονες του πλημμυρίζοντας τον με μία αίσθηση ηδονής. Η ταχύτητα της κίνησης το γαλάζιο δεξιά και πάνω του του θύμιζαν τόσο πολύ την πατρίδα του. Και η οδός σχεδόν ταυτόσημη με την πορεία από την Καρδία προς την Αλωπεκόννησο. Τόσο όμοια και τόσο μακριά.

Ο Απολλόδωρος όπως κάθε Θρακιώτης είχε μάθει να ιππεύει προτού καν περπατήσει. Η καλλιέργεια της ιππείας ήταν μία μορφή τέχνης. Ιππέας και άλογο γίνονταν ένα, σαν τους μυθικούς κενταύρους της αρχαιότητας. Μία ανεπαίσθητη κίνηση, μία μετατόπιση στο βάρος γινόταν άμεσα αντιληπτή από το ζώο το οποίο και άλλαζε πορεία αναλόγως. Οι Θράκες περηφανεύονταν ότι χρησιμοποιούσαν τα χαλινάρια σπάνια ή και ποτέ. Και ο θεραπευτής του βασιλιά της Σαλαμίνας θεωρείτο από πολύ μικρός αγγιγμένος από το χέρι του ιδίου του Θεού του ήλιου.

Τα άγρια γαϊδουράκια της χερσονήσου μασουλούσαν αμέριμνα το ξερό πλέον χορτάρι. Κάποια αλαφιασμένα από το πολεμικό άτι που έτρεχε κοντά τους άρχισαν και κείνα να προσπαθούν να παραβγούν μαζί τους. Μάταια. Ο Βρόντης ήταν ένας θαυμάσιος ίππος στα οχτώ του χρόνια που είχε έρθει μαζί του ως νεαρό πουλάρι από τις πεδιάδες της πατρίδας του.

Ο ιερουργός του Ασκληπιού ήταν ένας εντυπωσιακός νέος. Λεπτός και ψηλός πολύ συχνά άκουε τους ντόπιους να τον αποκαλούν «καβάτζιν» από το τοπικό όνομα για τις λεύκες στο νησί. Λιπόσαρκος ως αποτέλεσμα της λιτής του διατροφής περπατούσε πάντα ευθυτενής με μία ελαφρότητα που εντυπωσίαζε τους πάντες.

Είχε φτάσει στο νησί πριν από 8 καλοκαίρια μαζί με το πουλάρι του αμέσως μετά τον όρκο στον Θεό, ο πιο νέος από τους θεραπευτές του, στην περίφημη σχολή της Δαρδάνου. Από μικρό παιδί είχε επιδείξει το ενδιαφέρον του στα βότανα και τις ιδιότητες τους και μία ιδιαίτερη οξύνοια στα μετά τα φυσικά. Στις τελετές μέσα στις σκηνές κατά το θερινό ηλιοστάσιο ξεχώριζε για την ποιότητα των εμπειριών και των οραμάτων του. Έτσι οι πρεσβύτερες της Καρδίας τον επέλεξαν ως τον μικρότερο υποψήφιο για το Ασκληπιείο της Δαρδάνου, όπου και διέπρεψε. Πιστός στις παραδόσεις της πατρίδας του κατευθυνόταν τώρα στο αγαπημένο του μέρος του νησιού για να τελέσει το Μυστήριο.

Αισθάνθηκε την παρουσία του ιερού πουλιού χωρίς καν να χρειαστεί να κοιτάξει. Ο «αερογάμης» όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι τους προσπέρασε και στάθηκε στον ορίζοντα σαν να τους καλωσόριζε. Τα μάτια του γέμισαν με δάκρια συναισθανόμενος την ιερότητα του συμβολισμού αυτήν την μεγαλύτερη μέρα του χρόνου.

Βρισκόταν στην υπηρεσία του θηριώδους βασιλιά της Σαλαμίνας ως το ξεπλήρωμα μίας πανάρχαιας παράδοσης που έφτανε μέχρι τα χρόνια του Τρωικού πολέμου. Τότε, όπως διηγούνταν ακόμη στην Καρδία, ο Τεύκρος, το βασιλόπουλο της Σαλαμίνας, είχε εμποδίσει τους Αχαιούς να μπουν στην πόλη μετά από ένα όραμα που του φανέρωσε ο Θεός. Στο όραμα ο ξανθός έφηβος Θεός με τον ήλιο στο χέρι είχε ορμηνεύσει το βασιλόπουλο να σταθεί μπροστά στην πύλη της πόλης και να πει στους εισβολείς πως θα έπρεπε να περάσουν πάνω από το πτώμα του.

Κρατώντας το μεγάλο πολεμικό του τόξο ο Σαλαμίνιος είχε ρίξει το βέλος του στα πόδια του ίδιου του Αγαμέμνονα, ο οποίος άφριζε από οργή. Μόνον η παρέμβαση του Κάλχαντα έσωσε τον νέο και την πόλη. Εκεί έξω από τα τείχη της Καρδίας είχε θεμελιωθεί η σχέση αιώνων ανάμεσα στην Σαλαμίνα και την Καρδία. Οι ιέρειες των προστάτιδων Θεών της πόλης, της Δήμητρας και της Περσεφόνης, κατανόησαν αμέσως το νόημα του οράματος και επισφράγισαν τους δεσμούς ανάμεσα στις δύο πόλεις ορίζοντας πως ένας Καρδιανός θεραπευτής και ένα πολεμικό άλογο θα συνοδεύουν πάντα το βασιλόπουλο της Σαλαμίνας και τους απογόνους του.

Οι σκέψεις αυτές γέμιζαν τον νου του ψηλόλιγνου νέου ενώ ο Βρόντης κάλπαζε καταπίνοντας την απόσταση. Ήδη φαίνονταν στον ορίζοντα οι αμμόλοφοι της Χρυσής Ακτής.

 

***

  

Καθισμένος στην παχιά άμμο ατένιζε το γαλάζιο πέλαγος. Βρισκόταν μόνος στην άκρη της περίφημης ακτής στους πρόποδες των υψωμάτων που όριζαν την παραλία στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Καρπαθίας. Δεξιά του ο φυσικός βράχος και πίσω του η γραμμή λοφίσκων που εκτεινόταν παράλληλα με την παραλία των χελώνων. Οι Κύπριοι απέφευγαν την παραλία την εποχή της γέννας ακριβώς για τούτο. Ο χώρος γέννησης και επώασης των χελώνων ήταν ιερός χώρος του Ποσειδώνα και σεβαστός από όλους. Μόνον ο ιερουργός του Ασκληπιού είχε την άδεια να παραβιάζει τον χώρο την μεγαλύτερη μέρα του χρόνου για να τελέσει το πανάρχαιο Μυστήριο. Κοιτάζοντας προς την παραλία έβλεπε τα ίχνη των θαλάσσιων χελώνων που είχαν ήδη αφήσει τα αυγά τους στην αγκαλιά της ζεστής άμμου. Με το τέλος του καλοκαιριού οι ντόπιοι της Αιγιαλούσης και της Ακανθούς θα έρχονταν για να γιορτάσουν την γέννηση και θα συνόδευαν τα μικρά χελωνάκια στην θάλασσα. Τις μέρες των γεννήσεων θα γίνονταν στην ίδια θάλασσα οι τελετές της ονοματοδοσίας των παίδων.

Είχε ήδη στήσει την σκηνή τοποθετώντας τα τέσσερα μακριά ξύλα από το ντόπιο φυτό της «αναθρίκας» σε ένα κώνο γύρω από τον οποίο τύλιξε το καννάβινο ύφασμα που είχε φέρει μαζί του. Στο κέντρο της σκηνής δημιούργησε το χώρο όπου θα έβαζε τις πέτρες και περιμετρικά όλα εκείνα που θα χρειαζόταν. Έξω από την σκηνή έκαιγε η φωτιά από τα ξερά κλαδιά και θάμνους που είχε μαζέψει. Μέσα στην φωτιά είχε τοποθετήσει τις μεγάλες στρογγυλές πέτρες από λάβα που βρίσκονταν πάντα στο μικρό πρόχειρο ιερό προς τιμήν του Θεού στην κορυφή του βράχου. Όταν θα πυρακτώνονταν αρκετά θα τοποθετούσε τις μισές στο κέντρο της σκηνής και η τελετή θα άρχιζε. Αφαίρεσε το ιμάτιο του μένοντας γυμνός. Άλειψε αργά ολόκληρο του το σώμα με το μείγμα ελαιόλαδου και δενδρολίβανου κάτι που αμέσως αισθάνθηκε να ανοίγει την αίσθηση της όσφρησής του. Κουβαλώντας τις μισές πέτρες με την πρόχειρη λαβίδα στο κέντρο της σκηνής, έκλεισε την μικρή δερμάτινη πόρτα πίσω του και έχυσε πάνω τους το αλμυρό νερό που είχε κουβαλήσει από την θάλασσα μέσα στον μεγάλο ασκό. Η σκηνή γέμισε με ατμό και θερμότητα. Η πρώτη φάση της Τελετής: Ο Καθαρμός.

Γονατιστός χτύπησε μαλακά όλα τα μέλη του σώματός του με την δέσμη από «θρουμπί» που είχε κόψει. Τα μικρά αγκάθια του θυμαριού έγδερναν μαλακά το δέρμα του προκαλώντας την υπεραιμάτωση της επιδερμίδας του. Τα μηνίγγια του έμοιαζαν να θέλουν να σπάσουν. Η καρδία του κτυπούσε πιο δυνατά. Αισθανόταν τον χτύπο της σαν τις οπλές αλόγων που κάλπαζαν στην πεδιάδα. Από τον ασκό ήπιε το αλμυρό θαλασσινό νερό. Όπως Έξω έτσι και Μέσα.

Ο εμετός ήρθε φυσικά και βίαια. Αφέθηκε στις παλινδρομικές του κινήσεις που ανατάραζαν το σώμα του. Εικόνες και λόγια ξεπήδησαν μέσα από τα βάθη της ύπαρξης του, όλα όσα κρατούσε μέσα του, λυμένα και άλυτα, όπως είχε διδαχθεί στην Δάρδανο. Η γνώση των ανεπίλυτων συγκρούσεων εντός του, όλα εκείνα που δεν είχε ακόμη καταφέρει να υπερβεί, η ασυνειδησία των πέριξ του, τα λόγια και οι εκφράσεις που πληγώνουν τον επισκέφτηκαν σαν νεφέλες που περνούν και χάνονται. Με το τέλος των εμετών αισθάνθηκε τον οισοφάγο του να κολλά. Κατανόησε ότι δεν υπήρχε άλλο υγρό στο στομάχι του. Έδωσε λίγο χρόνο στο σώμα του να προσαρμοστεί και ήπιε μία γουλιά γλυκό νεαρό ύδωρ που είχε φέρει μαζί του. Ένιωσε την ανακούφιση εντός του και την ηρεμία που ερχόταν στους ιστούς του. Άνοιξε το μικρό πουγγί βγάζοντας από μέσα το ιερό φυτό και το ύφασμα με τους αλεσμένους καβουρδισμένους στρογγυλούς σπόρους. Έχυσε το περιεχόμενο του υφάσματος μέσα στην μικρή πέτρινη γούβα και την τοποθέτησε πάνω στις ζεστές πέτρες χύνοντας νερό. Μόλις το ρόφημα άφρισε το κατέβασε προσεκτικά και χωρίς να καεί δίπλα του. Χύνοντας το στο πήλινο ποτήρι, ήπιε αργά το πικρό ρόφημα.

Αισθάνθηκε την διέγερση και την ευφορία σχεδόν άμεσα. Όλες οι αισθήσεις του είχαν οξυνθεί. Το ρόφημα από την χώρα των Αιθίοπων ήταν αληθινό δώρο των Θεών προορισμένο μόνο για τις ανάγκες της Τελετής. Η απέραντη αίσθηση ηδονής που τον κατέλαβε ολοκληρωτικά ήταν το σημάδι ότι ήταν πλέον ώρα.

Κουβάλησε τις υπόλοιπες πυρακτωμένες πέτρες στο κέντρο της σκηνής τοποθετώντας τις με τέτοιο τρόπο που να δημιουργούν ένα μικρό κενό στο κέντρο τους, σαν υποδοχή για το φυτό. Κοιτάζοντας ψηλά είδε τον δίσκο του ήλιου να βρίσκεται ακριβώς πάνω από το μικρό άνοιγμα στην κορυφή της σκηνής. Ο ήλιος βρισκόταν στο απόγειό του. Παίρνοντας τους σβώλους των λουλουδιών που είχαν αποξηρανθεί προσεκτικά μετά την συγκομιδή τους έριξε στις πυρακτωμένες πέτρες. Η ανάφλεξη τους ήταν άμεση. Η σκηνή γέμισε με τον καπνό του Αστέριου.

 

***

 

Βγήκε από την σκηνή συγκλονισμένος. Ο ήλιος είχε ήδη δύσει ενώ ο ίδιος ταξίδευε. Έβλεπε όμως τα πάντα. Το φως των αστεριών χάριζε μία απόκοσμη γαλήνη στην παραλία και καθρεφτιζόταν στο πέλαγος. Γύρισε πάνω και αντικρύζοντας τον γαλαξία έπεσε στα γόνατα ξεσπώντας σε λυγμούς με την αίσθηση του Δέους να τον καταβάλλει. Αισθανόταν τόσο μικρός μετά την επαναφορά του. Τι να σήμαιναν άραγε όλα τα φρικτά που είχε βιώσει; Και ποια ήταν Εκείνη που ταξίδευε την ίδια ώρα μαζί του; Είχε αισθανθεί την παρουσία της πολύ πριν την Δει! Και ένιωσε τρόμο αντικρίζοντας την και νιώθοντας την ισχύ της. Αισθάνθηκε σαν ένας μικρός λίμπουρας – ένα μυρμήγκι – στα πόδια της.

Τόσο αίμα! Αίμα παντού! Και ένας απόγονός του καρφωμένος με το ακόντιο έξω από την Ελισσώ. Μια επιτύμβια στήλη σε ένα οίκημα του μέλλοντος με την επιγραφή: «Διονύσιος ο Καρδιανός»…

Πώς ήταν δυνατόν; Αφού είχε δώσει το όρκο της Αποχής από την ερωτική πράξη μαζί με τον όρκο του στον Θεό. Θα ήταν επίορκος; Αυτό το φρικτό μέλλον του επιφύλασσαν οι Μοίρες;

Συγχυσμένος σύρθηκε προς το πέλαγο. Μόνον τότε συνειδητοποίησε ότι δίπλα του σερνόταν και μία μεγάλη θαλάσσια χελώνα η οποία κατευθυνόταν και αυτή προς την θάλασσα. Γυρίζοντας πίσω είδε την γνώριμη φιγούρα του Βρόντη να του κουνά το μουσούδι. Έμοιαζε να χαμογελά και να τον κοροϊδεύει με τη κατάντια του. Προσπάθησε να χαμογελάσει και ο ίδιος. Τα φρικτά Μυστήρια δεν τον άφηναν όμως.

Τι γύρευαν στα οράματά του οι δύο νέοι και η νέα που δεν γνώριζε αλλά που ήταν σίγουρος ότι ήταν πρόσωπα υπαρκτά που ζούσαν και ανέπνεαν στο νησί; Και οι δύο βασιλείς των δύο άκρων του νησιού; Και η αγωνία μπροστά στον θάνατο;

Ο Θάνατος! Παντού! Όλο το νησί μία παγίδα θανάτου. Δεν άντεχε να βιώσει ξανά την φρικτή του ανάσα. Βογγώντας σύρθηκε μέχρι την άκρη της θάλασσας. Ο φλοίσβος της έφτασε πρώτος στα αυτιά του, προτού αισθανθεί την ευεργετική δροσιά της στα άκρα του. Ο Ήχος που ταξιδεύει. Κατάλαβε ότι η αναπνοή του είχε ήδη συντονιστεί με την ανάσα της. Ένιωσε ξανά το Ταξίδι να τον συναρπάζει. Δεν ήταν δυνατόν. Είχε περάσει ο χρόνος της επίδρασης του φυτού. Και όμως.

Άφησε το σώμα του να βυθιστεί ανάμεσα στα άστρα της θάλασσας. Το νερό ήταν γεμάτο με οργανισμούς που ανέδυαν Φως. Κάθε του κίνηση, όσο απαλή και αν ήταν προκαλούσε την δημιουργία φωτεινών γραμμών και εκρήξεων Φωτός μέσα στην θάλασσα. Φως γύρω του, φως πάνω του, φως παντού, αναγνώριζε ξανά το κομβικό σημείο της ψυχοδηλωτικής εμπειρίας με το χάσιμο του Εαυτού πριν από την βύθιση στο Αέναο και γεμάτος κατάπληξη για το πως είναι αυτό δυνατό τόσες ώρες μετά την λήψη του φυτού έπαψε να υπάρχει εκτοξευόμενος μέσα στο Φως …

 

***

 

Συνήλθε συνειδητοποιώντας με έκπληξη ότι ήταν ήδη στην παραλία μακριά από την θάλασσα. Βλέποντας τα ίχνη στην άμμο κατάλαβε ότι ο πιστός του φίλος τον είχε ανασύρει από το πέλαγο. Δακρύζοντας αναλογίστηκε πώς είναι δυνατόν να ονομάζουν αυτό το Θείο πλάσμα «άλογο». Ο Βρόντης βρισκόταν από πάνω του με την ανάσα του να φτάνει στο στήθος του. Τον κινούσε για να τον συνεφέρει. Ανοίγοντας τα χέρια του αγκάλιασε το κεφάλι του ίππου φέροντας τα μάτια του κοντά στα δικά του. Οι λυγμοί τον πλημμύρισαν ξανά. Το ζώο συμμετείχε στην κίνηση του κουνώντας απαλά το κεφάλι και αφήνοντας ήχους που ανακούφιζαν τον ταλαιπωρημένο ψυχοναύτη.

Άνθρωπος και το άλογο έσμιγαν σε μία κοινωνία χωρίς Λόγο. Σε αυτή την άλαλη επικοινωνία, άνθρωπος και ζώο, ζώο και άνθρωπος βίωναν την Ιερότητα της συνύπαρξης ξανά, όπως κάθε φορά, από τότε που ένα παιδί γνωρίστηκε με ένα μικρό θεσσαλικό πουλάρι στην πεδιάδα της Θράκης.

Στα μάτια του Βρόντη ο Απολλόδωρος βρήκε επιτέλους την ανακούφιση που έψαχνε. Μέσα στην άδολη αναλαμπή της Φιλότητας ο Καρδιανός θεραπευτής θυμήθηκε τι του είπε Εκείνη, μέσα στον κάμπο που έσταζε από Αίμα, την ώρα που όλα φαίνονταν χαμένα και που οι ακτίνες του ήλιου έμοιαζαν να είναι αδύνατο να φωτίσουν την σκοτεινή ματωμένη γη…

(επόμενο)

Αχαιών Ακτή ~ Κερύνεια

Σπάρος

https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/08/blog-post_16.html








              

No comments:

Post a Comment

Ολύμπια ~ Λύμπια

  (προηγούμενο) Αχαιών Ακτή ~ Κερύνεια Σπάρος ~ Ενιάλιος https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/08/blog-post_16.html   Οι Αγώνες ...