(Προηγούμενο)
Αμαθούντας
https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/06/blog-post_69.html
Αμαθούντας
https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/06/blog-post_69.html
Το Κεφάλι του Βασιλιά ~ Λυκαυγές
Τρίπυλος
~ «Θρονί» ~ Κύκκος
Ανδρονίκη
Η νέα στεκόταν μπροστά στα
σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην κορυφή του Τρίπυλου ανάμεσα στα έλατα. Το
ελικοειδές μονοπάτι βρισκόταν εμπρός της. Το ταξίδι από την Πάφο είχε διαρκέσει
μέρες. Η μυρωδιά του βουνού γέμιζε τα πνευμόνια της αυτή την μέρα, την
μεγαλύτερη του έτους. Ο ήλιος που ανέτελλε χρύσιζε τις βουνοκορφές γύρω
δίδοντας μία απόκοσμη αίσθηση στο μέρος. Ο Τρίπυλος ήταν η ιερή κορφή στο
κέντρο του τριγώνου που σχημάτιζαν τα τρία μεγάλα ιερά του νησιού. Βουνί,
Αμαθούντας, Πάφος, η τριάδα των αρχαιότερων ιερών της Θεάς. Αυτής που τώρα θα γινόταν
πρωθιέρεια. Ανατρίχιασε στην σκέψη.
Η Ανδρονίκη ήταν μία κόρη
απαράμιλλου κάλλους. Ψηλή όσο και ένας ψηλός άνδρας με μακριά μαύρα κυματιστά
μαλλιά. Το σώμα της όμοιο με των αγαλμάτων της Θεάς, μία αποτύπωση ενός μέτρου
που ήταν αδύνατο να μην προκαλέσει την έλξη και τον πόθο. Πόθο μανικό ωσάν ο
ίδιος ο παιχνιδιάρης Θεός να τοξεύει κάθε πλάσμα που ερχόταν σε επαφή μαζί της.
Δεν ήταν όμως το κάλλος της που την είχε οδηγήσει στους πρόποδες του Τρίπυλου.
Από τότε που ως μικρό κορίτσι είχε αφιερωθεί στον ναό της Θεάς, από τους
φτωχούς γονείς της, είχε δείξει μία ιδιαίτερη ευαισθησία στα όσα συμβαίναν μετά
τα φυσικά. Οι κρίσεις στις οποίες έπεφτε κάθε φορά που η Σελήνη βρισκόταν στο
απόγειο της, οι πυρετοί και τα παραληρήματα της τις μέρες της ροής την έκαναν
πολύ νωρίς να ξεχωρίζει ανάμεσα στις λοιπές παρθένες στο ιερό της Πάφου. Δεν
ήταν λοιπόν έκπληξη για καμία στο ιερό η επιλογή της στο υπέρτατο ιερατικό
αξίωμα του νησιού. Η τελετή της ενθρόνισης της θα γινόταν σύμφωνα με την
παράδοση στην κορυφή του Τρίπυλου, του «θρόνου» της Θεάς. Στο «Θρονί» όπως το
έλεγαν οι ντόπιοι.
Οι τρεις ιέρειες γύρω της την
συνόδευσαν μέχρι την αρχή των σκαλοπατιών. Η Αριάδνη από το Βουνί, η Εκάβη από
τον Αμαθούντα και η Ανδρονίκη πριν από αυτήν. Η Ανδρονίκη που της παραχωρούσε
την θέση όπως επίτασσε η παράδοση. Η ιέρεια του νησιού έπρεπε να παραδίδει την
θέση της σε νεότερη μόλις συμπλήρωνε τα σαράντα πέντε έτη, στην μεγαλύτερη μέρα
του χρόνου. Μόνον μία φορά είχε σπάσει ο κύκλος σε όλους τους αιώνες της
λειτουργίας του ιερού. Με την ακατονόμαστη…
«Είναι ώρα κόρη μου» άκουσε την
αγαπητική φωνή της Ανδρονίκης να την αγκαλιάζει. Αισθανόταν πάντοτε τα
αισθήματα της ιέρειας να την αγκαλιάζουν με μία φιλότητα απροσμέτρητη, σαν
μάνα, αδελφή, φίλη. Η νέα αισθανόταν ευλογημένη με την παρουσία της στην ζωή
της. Χωρίς αυτήν δεν γνώριζε αν θα μπορούσε να είχε διατηρηθεί σώα και ψυχικά
σταθερή με όλα τα βιώματα και τα οράματά της. Ήταν η καθοδήγηση της που την
είχε βοηθήσει να πλοηγεί ανάμεσα στο Εδώ και Τώρα του παρόντος βίου και στο Επέκεινα
των οραμάτων και των φαντασιώσεων που την πλημμύριζαν. Η μεγαλύτερη Ανδρονίκη
την χειριζόταν πάντοτε ως ένα κορίτσι αγγιγμένο από το Θείο.
«Έχεις δύο συνειδήσεις, της
τόνιζε. Η μία είναι του κόσμου τούτου. Η άλλη είναι θεόσταλτη. Πρέπει να μάθεις
να ξεχωρίζεις ποια είναι ποια και να πορεύεσαι στο Παρόν με την καθοδήγηση του
Μέλλοντος, χωρίς να γνωρίζεις την τελική κατάληξη. Είναι ένα βάρος αβάστακτο
κόρη μου. Η Θεά όμως σε διάλεξε να την υπηρετήσεις.»
Στο πλάι της Ανδρονίκης είχε
μάθει όλα όσα γνώριζε για την Φύση, την Ύπαρξη και τον Έρωτα. Και τώρα ήταν η
σειρά της να την αντικαταστήσει. Τρόμαζε στην ιδέα. Θα ήταν άραγε αντάξια της
εμπιστοσύνης με την οποία την περίβαλε;
Η απερχόμενη της χαμογέλασε
γλυκά. Στεκόταν μπροστά της. Οι δύο άλλες γυναίκες της αφαίρεσαν αργά τα ιμάτια
της ενώ τραγουδούσαν τον ύμνο της Θεάς. Την άλειψαν μετά με μύρο και την
κάπνισαν με το φυτό της Αρτέμιδος που στο νησί ονόμαζαν «σαψυσιά». Η μυρωδιά
του άψινθου καταπράυνε τις ανησυχίες της ενώ η Ανδρονίκη της απεύθυνε τον τελευταίο
χαιρετισμό.
«Κόρη μου πρόκειται να
ταξιδέψεις. Είσαι έτοιμη. Ήσουν πάντα έτοιμη. Πριν ακόμη να γεννηθείς. Όλα όσα
θα βιώσεις είναι δικά σου. Ανάμεσα σε εσένα και την Θεά. Φύλαξε τα καλά στην
καρδιά σου. Είναι η Πορεία, η δική σου Πορεία. Είναι και η Πορεία του νησιού
του ιδίου και κάθε όντος που ήταν είναι και θα είναι πάνω σε αυτό. Μόνο εσύ θα
γνωρίζεις τα όσα θα σου αποκαλυφθούν. Και τι θα πράξεις με βάση όλα όσα θα
γνωρίσεις. Όταν επιστρέψεις θα είσαι μόνη, όπως μόνη ήρθες στον κόσμο και μόνη
θα φύγεις. Θα ξανασυναντηθούμε πέρα από το ποτάμι. Θα είμαι εκεί όταν ο
Χάροντας σε συνοδεύσει. Θα είμαστε όλες εκεί να σε προϋπαντήσουμε. Καλήν
αντάμωση κόρη μου!»
Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της
ενώ η μάνα και αδελφή της την φιλούσε τρυφερά στα μάγουλα και στο μέτωπο.
Αγκαλιάστηκαν τρυφερά για μια τελευταία φορά.
«Καλό σου ταξίδι κόρη μου…»
***
Έκανε τα τελευταία βήματα στο
μονοπάτι αργά και αποφασιστικά. Μπροστά της βρισκόταν ο μικρός περίπτερος
ναΐσκος με τον χοντροκομμένο βράχο σε μία πρωτόγονη αποτύπωση της Θεάς. Ο ίδιος
βράχος που βρισκόταν και στο κέντρο του παλατιού στο Βουνί, εκεί όπου είχε
πρωτολατρευτεί.
Κοίταξε γύρω της. Το Δέος την
πλημμύρισε στην συνειδητοποίηση ότι μπορούσε να δει ολόκληρο το νησί από την
κορφή. Η θάλασσα που το περιτριγύριζε φαινόταν καθαρά στο φως του ήλιου που
ανέβαινε. Το γαλάζιο της σμιγόταν με το ηλεκτρισμένο φως του ουρανού. Ένιωσε
ξανά τα δάκρυα της να τρέχουν ανεξέλεγκτα στην θέα τόσης ομορφιάς.
Μπήκε στον ναΐσκο. Ήταν τόσο
μικρός που χωρούσε μόνο τον χοντροκομμένο βράχο στην αρχετυπική αποτύπωση της
Θεάς και το μαρμάρινο λουτρό που ήταν ήδη έτοιμο να την υποδεχθεί. Οι τρεις
ιέρειες είχαν ανεβεί μαζί προετοιμάζοντας το. Το νερό ήταν ζεστό χάρη στην
φωτιά που σιγόκαιε στο πάτωμα κάτω από τον ναό. Στην πλευρά του λουτρού κοντά
στο ιερό βρισκόταν ο μικρός βωμός με το κύπελο. Ο κυκεώνας την περίμενε. Μπήκε
στο λουτρό γονατίζοντας και παίρνοντας το. Μουρμούρισε την προσευχή και ήπιε
αργά και σταθερά το περιεχόμενο του. Η γεύση του ήταν ευχάριστη. Ξάπλωσε στη
συνέχεια στο λουτρό συνειδητοποιώντας ότι το νερό την περίβαλλε ευχάριστα και
προστατευτικά. Κλείνοντας τα μάτια άρχισε να αναπνέει αργά όπως είχε
εκπαιδευτεί…
Η πρώτη αλλαγή που παρατήρησε
ήταν η διαστολή της αναπνοής της. Ο χρόνος έμοιαζε να κυλά πολύ πιο αργά και κάθε
εισπνοή και εκπνοή να διαρκεί απροσμέτρητα. Στο τέλος κάθε εισπνοής αισθανόταν
να εξέρχεται του σώματος της, στο τέλος κάθε εκπνοής να συρρικνώνεται εντός της
ώσπου να είναι μία απλή τελεία. Στο διάκενο έχανε επαφή με την πραγματικότητα.
Ένιωσε και είδε την επιφάνεια
του νερού να πάλλεται. Το ίδιο ακριβώς γινόταν και στην επιφάνεια του ματιού
της. Συνειδητοποίησε ότι η καρδία της ήταν το τύμπανο που προξενούσε την
αναταραχή. Δυνατά, πιο δυνατά ολοένα και πιο δυνατά σαν κοπάδι άγριων αλόγων
που αφέθηκαν ελεύθερα να τρέχουν στον κάμπο η ύπαρξη της ήταν ένα τύμπανο που
παλλόταν. Βίωσε κάθε μικροσκοπικό κομμάτι του σώματος της σαν ένα πολύχρωμο
ουράνιο τόξο. Όλα μαζί συνέθεταν την σωματική της ύπαρξη και πάλλονταν στον
ρυθμό του απόκοσμου τυμπάνου. Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει πλέον το σώμα της από
το νερό, τον αέρα, τον ουρανό, την γη, όλα γίνονταν μία θάλασσα ενέργειας, όλα
πάλλονταν μαζί, όλα γίνονταν Φως. Με έναν τελευταίο χτύπο ένιωσε όλα να
διαλύονται και η ίδια να χάνεται μέσα στο Φως…
Τζ, τζ, τζζζζζζζζ… ο ήχος την
επανέφερε. Τι ήταν ο ήχος; Της πήρε ώρα να συνειδητοποιήσει ότι ήταν ο ήχος από
τους τζίτζικες που τραγουδούσαν γύρω από τον ναό. Δεν γνώριζε πόση ώρα είχε
περάσει, ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά στον ουρανό, μεσημέρι; Χάθηκε μέσα στην δόνηση
του ήχου, η δόνηση την κατέβαλλε, την καταλάμβανε και την εκτόξευε.
Ήταν ένα τεράστιο πουλί που
πετούσε πάνω από μία τεράστια οροσειρά σε μία μακρινή ήπειρο. Έβλεπε την
χιονισμένη κορυφογραμμή που απλωνόταν σαν σπονδυλική στήλη κατά μήκος ολόκληρης
της ηπείρου. Πέρασε πάνω από τον ναό του Ηλίου στην κορυφή βλέποντας τον δίσκο
του να λάμπει στο ιερό και βούτηξε βίαια προς την θάλασσα. Αισθανόταν τον αέρα
να σκίζεται από την ορμή της βουτιάς. Η θάλασσα πλησίαζε, ολοένα πλησίαζε,
έσκισε την επιφάνεια της μετατρεπόμενη σε δελφίνι που ταξίδευε τώρα με
αστραπιαία ταχύτητα σκίζοντας τα κύματα του ωκεανού, εκμηδενίζοντας τις
αποστάσεις, πέρασε από τις στήλες του Ηρακλέους μπαίνοντας στη θερμή θάλασσα,
την δική της θάλασσα, συνέχιζε να ταξιδεύει ώσπου να φτάσει στο νησί, το νησί
της. Τα δίκτυα ενός ψαρά σταμάτησαν την πορεία της. Βρισκόταν μέσα στα δίκτυα,
χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία, αργά ανέβηκε μέχρι την επιφάνεια, ήταν βρέφος την
κρατούσαν δύο στιβαρά χέρια που την ανέβαζαν στην επιφάνεια σε μία βάρκα. Ο
άνδρας που την κρατούσε χαμογελούσε εγκάρδια. Αναγνώρισε αμέσως το τοπίο πίσω
του από την οροσειρά. Βρισκόταν στην βόρεια ακτή δίπλα από τους βράχους που
έμοιαζαν λιωμένοι και ομαλοί. Η βάρκα βρισκόταν στην μέση του φυσικού ορμίσκου
του Δαυλού και ο άνδρας της χαμογελούσε. Ήταν η τελετή της ονοματοδοσίας.
«Χαίρε όμορφη, πολύμνητη,
πλανεύτρα,
δολοπλόκα, ανάγκης μάνα
εσύ που ζωογονείς τον κόσμο
και που στα χέρια σου κρατάς
των τριών βασιλείων την μοίρα…»
Ήταν ο ύμνος. Τα μάτια της
έπεσαν στα γένια του άνδρα. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πλέον φιλικά.
Αισθάνθηκε τη Βία που κρυβόταν μέσα τους. Η προαιώνια πάλη αναδύθηκε εντός της.
Όλη η ύπαρξη της καταλήφθηκε από τον προαιώνιο πόνο όλων των γυναικών πριν και
μετά από αυτήν. Ο πόνος του βιασμού, της συνουσίας χωρίς συναίνεση, ο τρόμος, η
υποταγή ο φόνος… Το κρανίο της ανοιγμένο και τα μυαλά χυμένα στην βάση ενός
τερατόμορφου αγάλματος στην βάση των σκαλοπατιών προς τον Τρίπυλο, ένας
τεράστιος φαλλός υψωμένος στην θέση του ναΐσκου.
Ξερνούσε ακατάπαυστα, ο εμετός
της εκτοξευόταν και περίλουζε το ομοίωμα της Θεάς, απέχθεια χωρίς τέλος, ήχοι
απόκοσμοι, βρυχηθμοί ζωών, ήχοι τρομακτικοί. Ξανάπεσε στο λουτρό ενώ το ταξίδι
συνεχιζόταν πλέον σε ένα φρενήρη ρυθμό αλληλοδιαδοχής εικόνων. Το μέλλον…
Εισβολείς κάθε είδους, γνωστοί,
άγνωστοι, σιδηρόφρακτοι, αδιάκοπα, αδιάλειπτα, πάντα άνδρες που μιλούσαν άλλες
γλώσσες, βιασμοί, φόνοι, σιδερένιες τριήρεις αποβιβάζοντας φόνο στην βόρεια
ακτή, αρπυίες που ξερνούσαν φωτιά από τον ουρανό, μανιτάρια που έπεφταν αργά
φέρνοντας φόνο, φόνος, φόνος, θάνατος, το Τέλος… Η απελπισία, καμία ελπίδα,
ελπίδα καμία, αισθανόταν την ύπαρξη της να συρρικνώνεται να καταλύεται, να
καταλλιέται. Φώναξε γοερά, κάλεσε την
Θεά, έβρισε την Θεά, παρακάλεσε την Θεά, ήταν ένα απροστάτευτο βρέφος χωρίς
καμία απολύτως ισχύ, ένα μικρό στρουθίο πάνω στο δώμα ενός μικρού και ταπεινού
σπιτιού στον κάμπο. Οι λυγμοί συντάραξαν την ύπαρξη της, έκλαιε και φώναζε
ταπεινωμένη και βιασμένη στα χέρια ανδρών ξένων, κραυγάζοντας, εκλιπαρώντας για
βοήθεια που δεν ερχόταν από πουθενά. Εκεί στο μεταίχμιο ανάμεσα στην Ζωή και
τον Ολοκληρωτικό Θάνατο αντίκρυσε το πρόσωπο της Θεάς σε μια άλλη μορφή,
μαντιλοφορεμένη. Κρατούσε ένα βρέφος στα χέρια της και της χαμογελούσε. Τα
μάτια της ήταν αμυγδαλωτά και πράσινα σαν τα δικά της. Την κοίταζε με το οστεωμένο
της πρόσωπο και την ευλογούσε. Μιλούσε χωρίς να μιλά μέσα από τα μάτια, ένας
διάλογος γυναικείος, προαιώνιος και παντοτινός στους αιώνες των αιώνων.
«Είσαι σπόρος. Εσύ είσαι ο
σπόρος. Μόνον εσύ είσαι ο σπόρος. Μόνον εσύ γεννάς Ανδρονίκη. Εσύ, εγώ, εμείς.
Τζι’ αν εν μήλον εν ν’ ανθίσει. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Φύτεψε τον σπόρο…»
Τα λόγια έφτασαν στην καρδιά
της προξενώντας μία απόκοσμη κραυγή. Το στήθος της προεκτάθηκε στο άπειρο
ακολουθώντας τον ήχο. Επιστρέφοντας ολόκληρη η συνείδηση της έγινε το κεφάλι
ενός τεράστιου Λύκου. Ο Λύκος που την ταξίδεψε σε όλο το νησί. Δίπλα του
ανοίγονταν οι ροές του χρόνου και της ιστορίας που οδηγούσαν πάντοτε στο τέλος.
Κάθε φορά το ίδιο τέλος, κάθε φορά όμως πιο μαλακό, καθόλου οριστικό με τις
πιθανότητες να ανοίγονται προς πολλές κατευθύνσεις, νέες ροές, νέες πορείες
μετά τον βιασμό και τον φόνο.
Και όλες ξανά και ξανά
ξεκινούσαν από ένα ταπεινό σπίτι πάνω στο οποίο καθόταν η ίδια ως στρουθίον
κρατώντας στο στόμα της ένα σπόρο. Έβλεπε τον σπόρο να πέφτει από το στόμα της
και να καρφώνεται στο έδαφος. Γινόταν ο σπόρος, έβγαζε ρίζες, έβλεπε τον μίσχο
που γινόταν κορμός, φύλλα που απλώνονταν έξω από το σπίτι, ανθούς, μήλα…
Άνδρες και γυναίκες της εποχής
της γέμισαν την συνείδηση της, ήξερε τα πρόσωπα τους, την πορεία τους, τους
τόπους τους, το τέλος του καθενός από αυτούς.
Ένα κεφάλι πάνω σε ένα κοντάρι έξω από τον Αμαθούντα. Ο σπόρος…
Η Ανδρονίκη γνώριζε πια.
Ήταν ξανά πουλί. Το πουλί της
Θεάς. Ιέραξ - κίτσης
αερογάμης -
στην γλώσσα των ντόπιων. Πετούσε πάνω από τον κάμπο ακολουθώντας τον έφηβο που
θα γινόταν σπόρος. Ένας από τους πολλούς.
Κλείνοντας τα μάτια αφέθηκε
στην γλυκύτητα του ύπνου που ήρθε να σιγάσει τα πάθη της αποκάλυψης. Το γεράκι
συνέχισε να πετά πάνω από τον κάμπο…
***
(Επόμενο)
Ελισσώ
~ Λύση
Λαγός
No comments:
Post a Comment