(Προηγούμενο)
Τρίπυλος~Θρονί~Κύκκος
https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/06/blog-post_14.html
Τρίπυλος~Θρονί~Κύκκος
https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/06/blog-post_14.html
Ελισσώ ~ Λύση
Λαγός
Ο γιγαντόσωμος άντρας που άκουε
στο όνομα Χέρσης κοίταξε τα χέρια του που έσπρωχαν το άροτρο. Οι τεντωμένοι
τένοντες πάνω στο ροζιασμένο ξύλο του θύμισαν το μακρινό παρελθόν. Τότε πριν
από εκείνην… Η μνήμη του γέμισε κύματα αφρισμένα, πανιά, κουπιά και τις κλαγγές
των σπαθιών και των ασπίδων πάνω σε
βρεγμένα καταστρώματα. Οι «Δαίμονες
της θάλασσας» ανάμεσα στην βόρεια ακτή και την Κιλικία. Τότε που απαντούσε σε
άλλο όνομα. Δεν θα άλλαζε την πορεία της ζωής του για τίποτε, σκέφτηκε. «Κάθε
τι που γίνεται συνειδητά δεν το μετανιώνεις», του είχε μάθει ο ιερουργός του
Ασκληπιού από την Θράκη, που τον τιμούσε με την φιλία του εδώ και πολλά χρόνια.
Και ο Χέρσης δεν μετάνιωνε τίποτε από όσα είχαν γίνει.
Χαμογελώντας θυμήθηκε ξανά την
ιστορία του Οδυσσέα που γύριζε την Ελλάδα με ένα κουπί ώσπου να φτάσει σε ένα
μέρος που οι κάτοικοι δεν γνώριζαν τι ήταν, για να κτίσει έναν ναό στον
Ποσειδώνα. Θα ήταν αδύνατον να του συμβεί στην Κύπρο, αναλογίστηκε. Εδώ τα
καλύτερα μας κουπιά και κατάρτια γίνονται στα βουνά γύρω από τον Τρίπυλο.
Πιθανώς να μην υπάρχει βουνίσιος Κύπριος που να μην ξέρει να τα σμιλεύσει,
συμπλήρωσε την σκέψη.
- Άχ Οδυσσέα, στην Κύπρο θα
αποτύγχανες, μονολόγησε δυνατά γελώντας με την καρδιά του.
Μόνον τότε πρόσεξε τον
ψιλόλιγνο έφηβο που περπατούσε αθόρυβα στις παρυφές του λόφου.
***
Είχε ξεκινήσει νωρίς νωρίς με
το λυκαυγές. Η καλύτερη ώρα για να κυνηγήσει στον κάμπο της Μεσαορίας.
Γλίστρησε από την έξοδο της κουζίνας παίρνοντας μαζί του τις δύο σμιλεμένες
σκυτάλες από κορμό ελιάς. Είχαν ακριβώς το ίδιο βάρος εξισορροπώντας πλήρως την
κίνηση την ώρα της επιτάχυνσης. Ο πατέρας του τον είχε διδάξει τη χρήση τους
από τότε που μόλις είχε αρχίσει να περπατά. Ή να τρέχει. Όπως το δει ο καθείς.
Ακόμη και σε εκείνα τα πρώτα παιδικά βήματα ο Εύδρομος ο Ελισσαίος τον είχε
μυήσει στην τέχνη του τρεξίματος. «Όλοι θέλουν τα παιδιά τους να μάθουν να
περπατούν» έλεγαν στην μικρή κώμη. «Ο Εύδρομος διδάσκει τον γιο του να τρέχει».
Η οικία βρισκόταν στην άκρη της
Ελισσού προς το βουνό. Πήρε την κεντρική οδό προς τον κάμπο. Η κώμη ξυπνούσε
ήδη. Κελλαριστές καλημέρες και ευχές γιαγιάδων που ήδη άρχιζαν τις δουλειές
στις προσόψεις των σπιτιών τον συνόδευαν. Αισθανόταν όμορφα με κάθε συναπάντημα
στην Ελισσώ. Η κώμη διατηρούσε την πανάρχαια λακωνική παράδοση της συλλογικής
ανατροφής των παίδων. Κάθε παιδί ήταν παιδί όλων, κάθε μάνα ήταν μάνα όλων,
όλες και όλοι κόρες, γιοι, μανάδες, μια αδελφοσύνη που γνώριζε ότι ήδη είχε
χαθεί στην πλειονότητα του νησιού.
Βγήκε από τον δρόμο κατηφορίζοντας
προς τον κάμπο. Περνώντας τον μικρό λόφο κινήθηκε προς τα αριστερά αντίθετα με
την πρωινή αύρα.
«Δες τον Λυκάωνα», του δίδαξε ο
πατέρας του. «Κοίτα πώς χρησιμοποιεί τον άνεμο για να καλύψει την μυρωδιά του».
Και το παιδί έμαθε από νωρίς ότι ο καλύτερος δάσκαλος στο κυνήγι ήταν ο σκύλος
του σπιτιού.
Αισθάνθηκε την παρουσία του
ιερού πουλιού προτού το δει. Το κοίταξε να γυροφέρνει ψηλά στον ουρανό και
αγαλλίασε, προτού αφιερωθεί ξανά στο κυνήγι. Άρχισε να κινείται αθόρυβα,
πατώντας αργά το ένα πέλμα πίσω από το άλλο, αισθανόμενος κάθε επαφή με την
μάνα γη.
«Πρώτα οι φάλαγγες των δακτύλων
και το μαξιλάρι και μετά το υπόλοιπο πέλμα. Η κίνηση ανεμπόδιστη από την
ανύψωση του γονάτου. Περπατούμε και τρέχουμε ΠΑΝΩ στα πέλματα, όχι ΜΕ αυτά..»
Κάθε βήμα του έφερνε και μία
ανάμνηση, μία υπόμνηση της διδασκαλίας στα χέρια του πατέρα του, μία αίσθηση
γλυκύτητας απεριόριστης. Ο έφηβος γνώριζε τα αισθήματα του πατέρα του για
αυτόν, κι ας μην είχαν ποτέ αρθρωθεί ανάμεσα τους. Πλημμύριζε πάντοτε από την εύνοια
της αποδοχής του. Η σιωπηλή απουσία της μητέρας του για τη οποία ουδέποτε
μιλούσαν, πληρωνόταν με την σιωπηλή παρουσία του πατέρα και της γιαγιάς του.
Εκτός από την ώρα της διδασκαλίας.
Τις σκέψεις του διέκοψε το
τρανταχτό γέλιο από τον κάμπο. Μόνον τότε πρόσεξε τον γιγαντόσωμο άντρα που
όργωνε και γελούσε μιλώντας μόνος του. Φαινόταν εντυπωσιακός μέσα στην ερημιά
του κάμπου. Ένας γίγαντας που όργωνε μόνος. Σήκωσε την σκυτάλη σε έναν
χαιρετισμό αναγνώρισης και έλαβε τον αντιχαιρετισμό που ήταν τόσο διαδεδομένος
στην περιοχή. Ο Χέρσης ακούμπησε το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς του και
συνέχισε να γελά. Ο έφηβος γύρισε ξανά χαμογελώντας, ακολουθώντας το μονοπάτι
του λαγού που μόλις που φαινόταν ανάμεσα στα υπολείμματα του σιταριού. Τον είχε
εντοπίσει εδώ και μέρες και είχε παρακολουθήσει την καθημερινή του
ιεροτελεστία. Γνώριζε ότι σύντομα θα εμφανιζόταν για να πιει νερό στην γούρνα
που βρισκόταν ένα στάδιο περίπου μακριά. Ήταν ένας νεαρός λαγός στην ακμή των
δυνάμεων του. Ένα υπέροχο ζώο. Σύντομα ευχόταν να ψηνόταν στα πήλινο της
γιαγιάς του. Αν η Άρτεμις και ο Απόλλων το επέτρεπαν.
Αναγνώρισε τα αυτιά του λαγού
προτού τον δει ολόκληρο. Αισθάνθηκε τους παλμούς της καρδίας του να
εντείνονται. Σταμάτησε μόλις μπορούσε να διακρίνει την φιγούρα ολόκληρου του
ζώου. Σιγοψιθύρισε την προσευχή του, ζητώντας συνάμα συγγνώμη από το ζώο που θα
κυνηγούσε. Ήταν μία συγγνώμη ειλικρινής, που πήγαζε από το κέντρο του στήθους
του.
«Όλα είναι ιερά», ξανά η
ανάμνηση των λόγων, «όλα έχουν μία θέση», «ζητούμε συγγνώμη από το ζώο διότι ο
φόνος δεν είναι η Θεϊκή Φύσις της Τάξεως». Θυμόταν την διδασκαλία ξανά και ξανά
και ξανά. Κάποτε αντιδρούσε στα επαναλαμβανόμενα κηρύγματα. Όχι πλέον. Όχι από
τότε που η γιαγιά του τον δίδαξε πώς να παίρνει ο ίδιος μια ζωή. «Σκοτώνουμε
για να επιβιώσουμε. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Και ευγνωμονούμε την
ύπαρξη του ζώου και το πνεύμα του. Και ευχόμαστε κάποτε να μην είναι αναγκαίο».
Αυτό το τελευταίο δεν μπορούσε να το διανοηθεί. Είχε ακούσει όμως για τις
μυστικιστικές παραδόσεις κοινοτήτων που δεν έτρωγαν ποτέ οτιδήποτε ζωικό. Του
φαινόταν μύθος.
Σταμάτησε πλήρως. Άρχισε να
αναπνέει αργά. Αισθανόταν τον αέρα να εισέρχεται κυματιστά μέσα στο σώμα του
γεμίζοντας ολόκληρο το στήθος του. Η εσωτερική πίεση τέντωνε και τον τελευταίο
βρόγχο χαλαρώνοντας ολόκληρο το σώμα. Η εκπνοή του ήταν πλήρης, σχεδόν στα
πρόθυρα απώλειας της συνείδησης. Τότε το διάφραγμα αναλάμβανε αυτόματα την
κίνηση γεμίζοντας ξανά τους πνεύμονες. Εκεί, στο κενό ανάμεσα στην εκπνοή και
την εισπνοή οραματίστηκε ολόκληρη την αλληλουχία της δράσης. «Χαλαρά, η μέγιστη
ταχύτητα υπάρχει μόνον στην χαλαρότητα, η σύσπαση χωρίς χαλαρότητα είναι το
προοίμιον του θανάτου…» Ανοιγόκλεισε τα μάτια εστιάζοντας στο θήραμα. Ένιωσε
τις σταγόνες του ιδρώτα που εκκρινόταν. Για μια απειροελάχιστη στιγμή
αφαιρέθηκε αισθανόμενος την παρουσία του ιερού πουλιού. Την ένιωσε προτού δει
το γεράκι να πεταρίζει παραμένοντας σταθερό στον ουρανό, σαν να ετοιμαζόταν και
εκείνο να παρακολουθήσει το δρώμενο. Επανάφερε άμεσα την προσοχή του στον
στόχο. Χαλάρωσε την λαβή στις σκυτάλες και βεβαιώθηκε ότι βρίσκονται σταθερά
στα χέρια του. Πίεσε χαλαρά τα πέλματα του στο έδαφος και εκσφενδονίστηκε.
«Οι πρώτοι διασκελισμοί είναι
και οι πιο σημαντικοί. Σε αυτούς επιβάλλεται η συνειδητή προσπάθεια για την
χαλαρότητα. Η μετάβαση από την ακινησία στην μέγιστη κίνηση είναι και η πιο
δύσκολη προσπάθεια του δρομέα. Όταν η επιτάχυνση δώσει τη θέση της στην μέγιστη
σταθερή ταχύτητα το σώμα γνωρίζει. Και ίπταται μέσω αλμάτων». Ξεπέρασε πολύ
γρήγορα το πρώτο μέρος της διαδρομής φτάνοντας στο σημείο που αισθανόταν την
ηδονή της ταχύτητος. Κατανοούσε ότι έσκιζε τον αέρα εμπρός του. Όσες φορές και
αν το είχε ξανακάνει, κάθε φορά ήταν πάντοτε κάτι το νέο, το υπέροχο, μία
αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Σύντομα ο λαγός θα τον αντιλαμβανόταν και το
αληθινό κυνήγι θα άρχιζε.
***
Είδε τον έφηβο να αλαφροπατά
αργά και κατάλαβε αμέσως. «Θα κυνηγήσει τρέχοντας» θαύμασε. Είχε ακούσει πολλές
φορές μέσα στα χρόνια για την παράδοση των δρομέων κυνηγών του κάμπου αλλά την
είχε απορρίψει άμεσα σαν έναν ακόμη από τους μύθους των ανθρώπων του τόπου. Η
τάση όλων των Κυπρίων για την υπερβολή ήταν παροιμιώδης. Να όμως που μπροστά
του ένας έφηβος – θα ήταν άραγε δεκατεσσάρων; - θα το έπραττε. Στάθηκε ολόρθος
παρατηρώντας προς το μέρος που κατευθυνόταν ο νέος. Αναγνώρισε την κατεύθυνση.
Η βούρνα. Κάποιο ζώο στην βούρνα. Ασυναίσθητα άφησε το άροτρο και άρχισε να
περπατά προς την κατεύθυνση με μικρά αργά βήματα, προσέχοντας να μην κάνει
θόρυβο.
«Ξέρει να χρησιμοποιεί τον
άνεμο» αναγνώρισε αμέσως ο παλιός πειρατής μέσα του.
Ευθυγραμμιζόμενος με την γούρνα
αναγνώρισε αμέσως το είδος του θηράματος και ακινητοποιήθηκε. «Ο νέος είναι
τρελός» σκέφτηκε. Έστρεψε ξανά το βλέμμα του προς τον νέο. Είχε σταματήσει.
Αναγνώρισε την τελετουργία του δρομέα. Θυμήθηκε ακριβώς πότε την είχε πρωτοδεί.
Και από ποιόν. «Είναι δυνατόν;» αναρωτήθηκε. Και τότε ο νέος εκτινάχθηκε προς
τα εμπρός. Θαύμασε την κίνηση και την αρμονία της. Ο νέος κατάπινε την απόσταση
μοιάζοντας να πετά. Σύντομα ο λαγός θα τον αντιλαμβανόταν. Στεκόταν μαγεμένος,
βλέποντας να εκτυλίσσεται μπροστά του το υλικό των μύθων του παρελθόντος.
***
Τα αυτιά του λαγού τεντώθηκαν.
Είχε ακούσει. Ανασήκωσε απότομα το κεφάλι αναζητώντας την κατεύθυνση του
κινδύνου. Είδε τον κυνηγό που κατευθυνόταν προς το μέρος του από την κατεύθυνση
της φωλιάς του. Χωρίς δισταγμό πετάχτηκε προς την κατεύθυνση του ανοικτού
κάμπου.
Είδε την κίνηση του λαγού και
απαλά έστρεψε προς την κατεύθυνση του χωρίς να μειώσει την ταχύτητα του. Είχε
ήδη κερδίσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και της ταχύτητας. Εστίασε στο
θήραμα του καταπίνοντας την απόσταση ανάμεσα τους. Ήξερε ότι το περιθώριο
λάθους ήταν ελάχιστο. Σύντομα ο λαγός θα έφτανε στην δική του μέγιστη ταχύτητα
και όλα θα τελείωναν.
Τρέχοντας, χωρίς να αλλοιώσει
κατά το ελάχιστο την μορφή της κίνησης άφησε την αριστερή σκυτάλη να
εκσφενδονιστεί προς το αριστερό μέρος της κίνησης του λαγού. Στον επόμενο
διασκελισμό πάτησε γερά το αριστερό πέλμα και πήδηξε εμπρός και δεξιά.
Αισθάνθηκε να πετά.
Ο λαγός είδε την σκυτάλη να
κτυπά αριστερά και μπροστά του και απότομα έκανε ένα άλμα προς τα δεξιά. Η
δεύτερη σκυτάλη του ιπτάμενου νέου προσγειώθηκε στο κεφάλι του θρυμματίζοντας
το λεπτό κρανίο. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος.
«Ένας ανώδυνος θάνατος»,
σκέφτηκε ο νέος, ευχαριστώντας τους αδελφούς Θεούς. Μόνον τότε αισθάνθηκε την
κούραση από την υπερπροσπάθεια. Κάθε ίνα του σώματος του καιγόταν. Σκύβοντας,
έβαλε τα χέρια στα γόνατα του και άρχισε να εισπνέει με μικρές και ταχείς
αναπνοές από το διάφραγμα του, αναπληρώνοντας τον αέρα μέσα του. Κίνησε το
διάφραγμα του κυκλικά όπως είχε μάθει αισθανόμενος την ευλογία της χαλάρωσης.
Μαζεύοντας τις σκυτάλες έπιασε το θήραμα του από τα αυτιά και κίνησε για τον
δρόμο της επιστροφής. Χαμένος στον κόσμο του παραλίγο να κτυπήσει πάνω στον
γιγαντόσωμο αγρότη.
«Τον έπιασες!», ήταν τα
έκπληκτα λόγια του.
«Με την βοήθεια των Θεών»
ανταπάντησε, αιφνιδιασμένος.
«Οι Θεοί λίγο έχουν να κάνουν
με το κυνήγι νέε μου».
Μόνον τότε κοίταξε πραγματικά
τον άνδρα απέναντι του. Αν ζούσε ο Αίαντας ο Τελαμώνειος θα ήταν σίγουρα με την
μορφή αυτού του αγρότη. Παρατήρησε προσεκτικά την διάπλαση του και αισθάνθηκε
δέος με την ρώμη που απέπνεαν οι μύες του. Είναι καταπληκτικό πώς η αγροτική
ζωή σμιλεύει έτσι το σώμα. Κι όμως κάτι δεν του ταίριαζε στην εικόνα. Ίσως ήταν
η φωνή, μελωδική και βαριά, αλλά με ένα είδος ευγένειας, χάρης και ειρωνείας
που δεν ταίριαζε στην περίσταση.
«Κι όμως, χωρίς τους Θεούς, τι
θα ήμαστε;» αποκρίθηκε.
«Ελεύθεροι!» ήταν η κατάληξη
του γίγαντα, χαμένη μέσα σε μία έκρηξη τρανταχτού γέλιου.
Δεν περίμενε την ταχύτητα της
απάντησης. Ήταν φανερό ότι ο συνομιλητής του είχε τιθασεύσει την τέχνη του
Λόγου για την οποία του μιλούσε ο δάσκαλος του στην Ελισσώ. Έμεινε με το στόμα
ανοικτό, γνωρίζοντας ότι είχε ήδη χάσει αυτή την μάχη.
«Τι λες να μοιραστείς το θήραμα
σου με έναν απλό και ταπεινό αγρότη;»
Απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη,
όπως όριζαν τα έθιμα της φιλοξενίας.
«Θα είναι χαρά μου να φάμε μαζί
στο πατρικό μου».
«Πολύ ωραία νέε μου. Πες λοιπόν
στον Εύδρομο ότι το απόγευμα θα έχει επισκέψεις. Είμαι σίγουρος ότι η γιαγιά
σου θα τον μαγειρέψει εξαίσια στο πήλινο με τα κρεμμύδια. Πες στον πατέρα σου
ότι ο ξένος θα φέρει το κρασί…»
Ο νέος έμεινε αποσβολωμένος να
κοιτάζει τον γίγαντα να απομακρύνεται. Πώς ήξερε ποιος είναι ο πατέρας του; Δεν
τον είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του προηγουμένως. Να ‘ταν άραγε στ’ αλήθεια ένας
Θεός που τον δοκίμαζε; Κι όμως είχε ξαναπάρει το άροτρο στο χέρι και όργωνε.
Μπλεγμένος και συγχυσμένος πήρε
το δρόμο της επιστροφής χαιρετώντας τον ξένο που ακόμη γελούσε. Εκείνος του
φώναξε με βροντερή φωνή:
«Θα σε ξαναδώ το απόγευμα Λαγέ του Ευδρόμου!». Και ξανάρχισε να γελά…
«Θα σε ξαναδώ το απόγευμα Λαγέ του Ευδρόμου!». Και ξανάρχισε να γελά…
***
Το απόγευμα στον
φρεσκονοτισμένο από την βροχή κάμπο ήταν μαγικό. Η μυρωδιά του χώματος γέμιζε
τον αέρα. Τα πουλιά που αναζητούσαν τους σπόρους που μόλις είχαν φυτευτεί
τραγουδούσαν σε ολόκληρη την πεδιάδα. Ο δίσκος του ήλιου ταξίδευε προς την Δύση
χρωματίζοντας πορφυρό τον ουρανό. Ο κάμπος γέμιζε χρώματα. Ένα ουράνιο τόξο
γεφύρωνε το βουνό με τον κάμπο στην μεριά της Σαλαμίνας. Οι γιαγιάδες και οι
παππούδες της Ελισσού κάθονταν μπροστά στα σπίτια, περιμένοντας την ώρα του
δείπνου ενώ τα παιδιά έπαιζαν τα τελευταία παιχνίδια, πριν ακούσουν την φωνή
της μάνας να τα καλεί. Μέσα από το ουράνιο τόξο ακούστηκε πρώτα ο ήχος των
αλόγων. Στην είσοδο της κώμης οι γέροντες ανασηκώθηκαν για να δουν.
Το βασιλικό τέθριππο ελάττωσε
την ταχύτητα του μπαίνοντας στον κεντρικό δρόμο της Ελισσού. Ο ηνίοχος του
κρατούσε σταθερά τα γκέμια συγκρατώντας τα άλογα που είχαν οσμιστεί ήδη την
τροφή παντού. Δίπλα του ο γιγαντόσωμος βασιλιάς της Σαλαμίνας στεκόταν
χαιρετώντας εγκάρδια τους άνδρες και τις γυναίκες που έβγαιναν από τις πόρτες
των σπιτιών. Πάνω στο άρμα κυμάτιζε η σημαία του. Μία μαύρη πειρατική σημαία με
ένα λευκό τόξο κεντημένο στο κέντρο. Ο ηνίοχος οδήγησε το άρμα προς το
τελευταίο σπίτι της πόλης, στο βόρειο άκρο. Φτάνοντας συγκράτησε τα άλογα με
ένα συριχτό ήχο. Ο βασιλιάς ξεπέζεψε αντικρίζοντας στην είσοδο έναν ψηλό
λυγερόκορμο άνδρα. Η οδός πίσω τους ήταν γεμάτη από κόσμο, που είχε ακολουθήσει
το άρμα γεμάτος περιέργεια. Η παρουσία του βασιλιά ήταν εντελώς απρόσμενη.
Οι δύο άνδρες κοντοστάθηκαν ο
ένας μπροστά στον άλλο. Μετά, και προς μεγάλη έκπληξη του λαού που έβλεπε, ο
βασιλιάς αγκάλιασε θερμά τον Εύδρομο, τον
δικό τους Έυδρομο. Ήταν φανερό ότι οι δύο τους γνωρίζονταν. Κάποιοι μάλιστα
ορκίζονταν αργότερα γύρω από τις εστίες της Ελισσού ότι είχαν δει δάκρυα να
τρέχουν στα μάγουλα του.
«Άκουσα ότι απόψε έχεις λαγό
στο τραπέζι και ήρθα να τον μοιραστούμε» είπε ο βασιλιάς. «Έφερα το κρασί!»
ολοκλήρωσε ξεσπώντας στα τρανταχτά γέλια που οδήγησαν τους Ελισσιώτες στη σκέψη
ότι ο βασιλιάς δεν είναι καλά στο κεφάλι του.
«Κόπιασε», ήταν τα λόγια του
Ευδρόμου, στην απλή και λιτή πρόσκληση, την τόσο κοινή στο νησί.
Οι δύο τους πέρασαν το κατώφλι,
και βρέθηκαν στο δωμάτιο υποδοχής. Το πάτωμα ήταν κοσμημένο με λευκά και μαύρα
χαλίκια της θάλασσας που έφτιαχναν γεωμετρικά σχήματα. Μπροστά τους βρισκόταν η
εστία και πίσω της το αίθριον, η τετράγωνη εσωτερική αυλή γύρω από την οποία
πραγματωνόταν το σπίτι, με μικρά δωμάτια. Απέναντι από το αίθριον ήταν η
κουζίνα. Η μυρωδιά του λαγού στο μικρό κτισμένο φουρνί πλημμύριζε το σπίτι.
Μπροστά στην εστία στέκονταν η Λαοδίκη η μητέρα του Ευδρόμου και ένας νέος που
αντίκρυζε εμβρόντητος τον γιγαντόσωμο αγρότη ντυμένο βασιλιά.
«Καλωσόρισες γιε μου.» προσφώνησε
τον Χέρση η γιαγιά του. Κάθε τι που συνέβαινε γύρω από τον νέο τον γέμιζε
ολοένα και με περισσότερες απορίες.
«Καλώς σε ήβρα μάνα», άρθρωσε ο
Χέρσης, απαντώντας στο πρότυπο της Ελισσιώτικης εθιμοτυπίας. Δεν ήταν όμως
εθιμοτυπικά τα λόγια που έβγαιναν από τα στόματα τους. Ο γιγαντόσωμος βασιλιάς
γονάτισε αγκαλιάζοντας με θέρμη την γραία φιλώντας το χέρι της. Και εκείνη του
χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά ανταποδίδοντας το χειροφίλημα του με ένα φιλί στο
μέτωπο.
«Κάτσετε, να κάτσουμε», του
είπε. Μπροστά στο πρόσταγμα της Λαοδίκης όλοι πήραν τις θέσεις τους στα μικρά
καθίσματα από αναθρίκα γύρω από το χαμηλό τραπέζι, μπροστά από τον βωμό.
«Πολλοί οι χειμώνες», ψέλλισε ο
οικοδεσπότης.
«Είκοσι τέσσερις», απάντησε ο
φιλοξενούμενος, «αλλά ποιος μετρά;»
Γέλασαν πικρά και οι δυο τους.
«Αληθινά είναι τόσοι;»
«Ναι Εύδρομε, καθένας τους μου
θυμίζει τα όσα ζήσαμε, καθένας τους μου θυμίζει γιατί σταματήσαμε. Και πόσους
χάσαμε στην πορεία. Λυπούμαι πολύ. ‘Εμαθα για την…»
Ο Εύδρομος έριξε ένα βλέμμα με
νόημα στον βασιλιά, ενώ η Λαοδίκη έστρωνε στο τραπέζι το πήλινο περίκλειστο
σκεύος με τον πηλό που είχε ψηθεί γύρω από το καπάκι.
«Ελάτε τώρα, δεν είναι ώρα να
ασχολούμαστε με το παρελθόν, κοπιάστε να φάμε».
Με την ξύλινη κουτάλα, έσπασε
το πήλινο σφράγισμα και αφαίρεσε το καπάκι. Ύστερα σέρβιρε στον καθένα τους ένα
κομμάτι κρέας με κρεμμύδια μέσα στον πλακούντα, το πιάτο που είχε γίνει από
δίπυρο κριθάρένιο ψωμί. Ο Χέρσης γέλασε ξανά.
«Ξέχασα την ύπαρξη αυτών των
πιάτων μίας χρήσης. Είναι σίγουρα πιο νόστιμα από τα πιάτα στο παλάτι»
Ο έφηβος συνέχισε να βλέπει όλα
όσα γίνονταν γύρω του αποσβολωμένος. Δεν ήταν όμως δυνατό να αρθρώσει τις
ερωτήσεις που πλημμύριζαν το μυαλό του. Δεν ήταν της θέσης του μια τέτοια
συμπεριφορά. Αισθανόταν έτοιμος να εκραγεί. Ο βασιλιάς γύρισε προς το μέρος του
απευθύνοντας του τον λόγο:
«Γιε του Ευδρόμου, καταλαβαίνω ότι πρέπει να έχεις πολλές απορίες. Δυστυχώς δεν θα λυθούν απόψε. Εγώ και ο πατέρας σου δεσμευόμαστε με όρκους σιωπής, πιο δυνατούς και από την ζωή την ίδια. Όρκους αίματος αγαπημένων. Μπορώ να σου πω όμως ότι σε αναγνώρισα αμέσως μόλις άρχισες την προθέρμανση σου για το κυνήγι. Αναγνώρισα τον πατέρα σου μέσα σου. Τον μοναδικό Κύπριο που έτρεξε στην Ολυμπία.»
«Γιε του Ευδρόμου, καταλαβαίνω ότι πρέπει να έχεις πολλές απορίες. Δυστυχώς δεν θα λυθούν απόψε. Εγώ και ο πατέρας σου δεσμευόμαστε με όρκους σιωπής, πιο δυνατούς και από την ζωή την ίδια. Όρκους αίματος αγαπημένων. Μπορώ να σου πω όμως ότι σε αναγνώρισα αμέσως μόλις άρχισες την προθέρμανση σου για το κυνήγι. Αναγνώρισα τον πατέρα σου μέσα σου. Τον μοναδικό Κύπριο που έτρεξε στην Ολυμπία.»
Ο έφηβος γνώριζε την ιστορία
του πατέρα του, Ήταν η συνεχής πηγή έμπνευσης για τον ίδιο και για κάθε νέο της
Ελισσού. Ο Εύδρομος ο Ελισσαίος, ο Κύπριος, που είχε έρθει δεύτερος στους
ολυμπιακούς αγώνες. Και όλοι οι νέοι της Ελισσού ονειρεύονταν πως κάποτε θα τον
ξεπεράσουν. Στους κυκλικούς λακωνικούς χορούς στη γιορτή της Αρτέμιδος όλοι
αυτόν είχαν στον νου σαν τραγουδούσαν το «Κι εμείς θα γίνουμε καλύτεροι από
σας.»
«Ήρθα λοιπόν σήμερα στο τραπέζι
σας για να ζητήσω από τον πατέρα σου την άδεια του…», είπε γυρίζοντας προς το
μέρος του πατέρα του.
Ήταν η σειρά της Λαοδίκης και
του Ευδρόμου να εστιάσουν με απορία τα βλέμματα τους στον βασιλιά.
«Ήρθα να σου ζητήσω παλιέ φίλε
να επιτρέψεις στον γιο σου να τρέξει με τα χρώματα της Σαλαμίνας στα Ολύμπια»…
***
(Επόμενο)
Πέτρα~Σόλοι
Φιλόκυπρος Β'
Πέτρα~Σόλοι
Φιλόκυπρος Β'
No comments:
Post a Comment