(προηγούμενο)
Αχαιών Ακτή ~ Κερύνεια
Σπάρος ~ Ενιάλιος
https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/08/blog-post_16.html
Οι Αγώνες
Ο μικρός περίπτερος ναΐσκος του Ηρακλέους έλαμπε πάνω στον λόφο των Ολύμπιων. Ο αγώνας του σταδίου θα ήταν ο τελευταίος των αγώνων που διοργάνωνε το Κοινόν Κυπρίων κάθε τέσσερα χρόνια.
Οι αγώνες διεξαγόταν πάντοτε στον Κάρνειο μήνα, την εβδομάδα μετά την πανσέληνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο αγώνας του σταδίου διεξαγόταν τελευταίος, την ημέρα της Θεάς του νησιού και πριν από την δύση του ηλίου στο στάδιο που βρισκόταν νοτίως του ναού και παράλληλα με την λοφοσειρά όπου βρίσκονταν οι ξύλινες κερκίδες.
Οι κερκίδες έσφυζαν από κόσμο ενώ πολλοί ήταν οι παριστάμενοι πίσω από αυτές. Από το καιρό του Ευδρόμου είχαν τα Ολύμπια να δουν τέτοια προσέλευση. Οι φήμες ότι ο γιος του θα λάμβανε μέρος με τα χρώματα του βασιλείου της Σαλαμίνας είχαν εξάψει τους Κυπρίους οι οποίοι είχαν καταφτάσει από όλες τις γωνιές του νησιού για το θέαμα. Κυκλοφορούσε μάλιστα η φήμη ότι ο δεκατετραετής έπιανε λαγούς στο τρέξιμο.
***
Είχε κάνει τους καθαρμούς από το ξημέρωμα. Μετά ανέβηκε μαζί με τους συναθλητές του στον μικρό ναό όπου και είχαν προσφέρει τις θυσίες στους Θεούς. Κατά το έθιμο της Μεσαορίας είχε προσφέρει ρόδια και βρασμένο σιτάρι μαζί με ανέρωτο κρασί και μέλι, προσευχόμενος να φανεί αντάξιος στο τέλος της ημέρας. Προγευμάτισε πολύ αλαφρά με μελωμένες πίτες κάτι που επανέλαβε το μεσημέρι. Έβρισκε ότι θα έπρεπε να είναι ελαφρύς για τον αγώνα και έτσι απόφυγε την πληθώρα τροφών που υπήρχαν στο κοινό τραπέζι.
Τώρα προσπαθούσε να ηρεμήσει πάνω στην κλίνη του ιερουργού του Ασκληπιού που τον άλoιφε με λάδι και μάλασσε τους μύες του. Αισθανόταν τον κόμπο στο στομάχι του και την αμφιβολία να ανεβαίνει σιγά σιγά από το σκοτεινό μέρος του νου του. Τι έκανε εδώ παιδί ανάμεσα σε άντρες; Είχε δει τους αντιπάλους του το πρωί, πρώτη φορά και είχε τρομάξει από την σωματική τους διάπλαση. Ο ίδιος έμοιαζε με καλάμι μπροστά στα καλοφτιαγμένα μυώδη σώματα των αντιπάλων του.
«Η σωματική διάπλαση δεν επηρεάζει τόσο όσο νομίζεις» ακούστηκε κάπου απόμακρα η φωνή του Θρακιώτη ιατρού με την ασυνήθιστη βορειοελλαδίτικη προφορά. Ήταν σαν να διάβαζε τις σκέψεις του.
«Είθε να έχεις δίκαιο» ψέλλισε μια απάντηση. Η μαύρη τρύπα στο στομάχι του μεγάλωνε.
Ο θεραπευτής πίεσε απότομα το ηλιακό του πλέγμα βίαια, ωθώντας τον αέρα έξω από τους πνεύμονες του. Αισθάνθηκε να φτάνει στα πρόθυρα της λιποθυμίας και του εμετού σχεδόν ταυτόχρονα. Στη συνέχεια πίεσε ταυτόχρονα δύο σημεία κάτω από την κλείδα. Η εισπνοή έγινε βίαια γεμίζοντας απότομα το σώμα του αέρα. Άθελα του η επόμενη εκπνοή έγινε μουγκρίζοντας. Η ναυτία όμως και η μαύρη τρύπα είχαν εξαφανιστεί. Ως διά μαγείας.
«Χα!» αναφώνησε αυτάρεσκα ο θεραπευτής.
Ξέσπασε στα γέλια χωρίς να μπορεί να το ελέγξει. Δεν ήξερε γιατί γελούσε, το γέλιο απλά ανάβλυζε εντός του χωρίς κανένα απολύτως λόγο.
«Δουλεύει πάντα νεαρέ μου», του είπε χαμογελώντας ο Απολλόδωρος ο Καρδιανός.
«Θα διαρκέσει όμως;» ήταν η άμεση ερώτηση του νέου.
«Τι σκέφτεσαι όταν κυνηγάς λαγούς;»
«Μα δεν σκέφτομαι», άκουσε τον εαυτό του να απαντά ειλικρινά.
«Ακριβώς»! ήταν η άμεση απάντηση του Απολλόδωρου. «Θα είναι απλά ένα άλλο κυνήγι λαγού», συνέχισε.
Μόνον τότε ο νέος έδωσε προσοχή στην ήπια και ένρινη προφορά του λόγου του ιατρού. Κάτι στον ήχο και στην δόνηση είχε την ικανότητα να μεταφέρει ηρεμία και γαλήνη. Διερωτήθηκε αν αυτός ήταν ο περίφημος Ασκληπειός Λόγος για τον οποίο είχε ακούσει από τον παιδοτρίβη στην Ελισσώ.
«Απλά ο λαγός θα βρίσκεται ένα στάδιο μακριά. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να σε απασχολεί τι γίνεται δεξιά ή αριστερά σου. Ο λαγός θα είναι μπροστά και θα σε περιμένει. Κατάλαβες Λαγέ του Ευδρόμου;»
Για κάποιο λόγο ανέπνεε ήδη καλύτερα. Η γαλήνη του Λόγου του θεραπευτή φαινόταν να έχει μεταφερθεί στο σώμα του. Και τα λόγια του είχαν βοηθήσει στην ψυχική ηρεμία του καταπραΰνοντας την αγωνία και την ανησυχία του. Χαμογέλασε ξανά στο άκουσμα του νέου του ονόματος. Από τότε που ο βασιλιάς τους επισκέφθηκε όλοι και όλες πλέον του απευθύνονταν με το όνομα που του έδωσε ο Χέρσης. Όπως άλλωστε ήταν συνηθισμένο σε όλο το νησί το όνομα ήταν κάτι που σου επέλεγε ο λαός και όχι κάτι που διάλεγες. Αφέθηκε επιτέλους στα χέρια του Θράκα. Χωρίς άλλες σκέψεις βυθίστηκε στον γλυκό ύπνο που σκέπασε τα πάντα με απέραντη γαλήνη.
***
Η ιέρεια της Θεάς προπορευόταν της πομπής. Είχε φτάσει στα Ολύμπια με την καταστόλιστη άμαξα της Θεάς με τα μικρά λουλούδια που στο νησί ονόμαζαν «αθάνατα». ‘Εμοιαζε με την Θεά την ίδια με τα μακριά λυτά της μαλλιά και το λίκνισμα της. Ακολουθούσαν οι ελλανοδίκες και οι αγωνοθέτες. Στο τέλος μπήκαν στο στάδιο οι αθλητές από τα κύρια βασίλεια της Κύπρου. Οι θεατές ξέσπασαν σε παρατεταμένες ζητωκραυγές.
Η ιέρεια έλαβε τη θέση της στον μαρμάρινο θρόνο στο κέντρο των κερκίδων. Οι αγωνοθέτες αργά κινήθηκαν οι μισοί προς τον τερματισμό και οι άλλοι στον χώρο εκκίνησης πίσω από κάθε θέση δρομέα. Κρατούσαν στα χέρια τους ραβδιά από κορμούς ελιάς με τα οποία θα ράβδιζαν όποιον από τους αθλητές εκκινούσε νωρίτερα από την σάλπιγγα. Οι ελλανοδίκες κάθισαν στην εξέδρα απέναντι από τον θρόνο της ιέρειας. Η ξύλινη εξέδρα στηνόταν κάθε τέσσερα χρόνια στους πόδες του μικρού λοφίσκου απέναντι από τις κερκίδες. Ο λόφος με το τοπικό όνομα «Το βουνάριν του Πολή». Οι Κύπριοι χειρίζονταν τους Θεούς σαν οικεία φιλαράκια, ουδείς όμως γνώριζε πώς ο Απόλλων μετατράπηκε σε Πολή. Οι Λυμπιώτες θεωρούσαν πάντως ότι ο ίδιος ο Θεός παρίστατο στον αγώνα του σταδίου.
Ο κήρυκας στάθηκε μπροστά από την γραμμή εκκίνησης και με στεντόρεια φωνή άρχισε να ανακοινώνει τα ονόματα των αθλητών και την πόλη που εκπροσωπούσαν:
Φιλόκυπρος του Ησύχιου εκπροσωπώντας το βασίλειο των Σόλων!
Οι ιαχές των θεατών της πόλης των Σόλων συνόδευσαν την ανακοίνωση, κάτι που ήταν φανερό πως θα γινόταν για κάθε αθλητή.
Αλέξανδρος του Ανδρόκλου εκπροσωπώντας το βασίλειο της Λαπήθου…
Το μυαλό του έμοιαζε να βρίσκεται σε ένα διαφορετικό είδος λειτουργίας. Έμοιαζε να κυριαρχείται από μία ευχάριστη, ευδαιμονική θολούρα. Συνειδητοποίησε με μεγάλη του έκπληξη πως αισθανόταν να βρίσκεται έξω από το σώμα του και να κοιτάζει τον εαυτό του από μία θέση πίσω και δεξιά πάνω από τον ώμο του. Τα πάντα έμοιαζαν να κυλούν αργά, πολύ αργά. Η απάθεια στην οποία βρισκόταν τον εξέπληξε. Τα πάντα γύρω του είχαν χάσει το φυσικό τους χρώμα και έμοιαζαν να είναι βαμμένα με το χρώμα της πορώδους πέτρας για την οποία ήταν τόσο διάσημο το νησί. Έβλεπε τις κινήσεις του κήρυκα μπροστά από κάθε αθλητή και τις αντιδράσεις του πλήθους χωρίς να συμμετέχει συναισθηματικά και χωρίς να αντιλαμβάνεται τους ήχους. Συνειδητοποίησε ότι ο κήρυκας περπατούσε πλέον προς το μέρος του…
Η επιστροφή στο σώμα του ήταν απότομη. Αισθανόταν ξανά κεντρωμένος. Το εξωσωματικό βίωμα είχε δώσει την θέση του στην πραγματικότητα. Συνέχιζε να αισθάνεται μία ευδαιμονική χαλαρότητα – να ήταν άραγε αποτέλεσμα της δράσης του Απολλόδωρου; - αλλά ήταν παρών. Με κάθε ίνα του σώματος του.
Λαγός του Ευδρόμου εκπροσωπώντας το βασίλειο της Σαλαμίνας!
Ως νεότερος όλων είχε παρουσιαστεί τελευταίος. Αυτό δεν εμπόδισε τους Σαλαμινίους να ξελαρυγγιστούν. Αναγνώρισε μπροστά από την κερκίδα τον γιγαντόσωμο βασιλιά στην μαρμάρινη θέση που υπήρχε για τον βασιλιά της Σαλαμίνας και δίπλα του ιστάμενο σε μία πρωτόγνωρη εκδήλωση αναγνώρισης τον πατέρα του. Κοκκίνισε από ντροπαλότητα θέτοντας το δεξί του χέρι στο μέρος της καρδιάς.
Ο εκπρόσωπος του φτεροδρόμου Ερμή κάλεσε τους αθλητές να προσέλθουν κοντά του. Οι δώδεκα αθλητές σχημάτισαν ένα κύκλο και ο κήρυκας πρότεινε την υδρία με τους λαχνούς. Οι λαχνοί αποτελούνταν από οστέινους αστραγάλους πάνω στους οποίους ήταν χαραγμένος ο αγώνας στον οποίο θα λάμβανε ο αθλητής και η σειρά στην αφετηρία. Θα γίνονταν δύο προκριματικοί αγώνες στους οποίους οι τρεις πρώτοι αθλητές θα λάμβαναν μέρος στον τελικό του σταδίου.
Κατά το έθιμο τράβηξε τελευταίος. Ο αστράγαλος του έδειξε τον πρώτο αγώνα στην πέμπτη θέση. Επιδεικνύοντας τον στον κήρυκα παραλήφθηκε αμέσως από τον αγωνοδίκη της θέσης του ο οποίος και τον συνόδευσε στην αφετηρία. Τα πάντα πια έμοιαζαν να κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα. Αφαίρεσε τον χιτώνα μένοντας γυμνός. Άρχισε αμέσως την τελετουργία επαναλαμβάνοντας τις κινήσεις που είχαν εμφυτευτεί τόσο βαθιά εντός του, ακούγοντας ξανά και ξανά την διδασκαλία: «Χαλαρά»
Ο κήρυκας τελείωσε την ομιλία του και αργά και σταθερά με περήφανο βηματισμό κινήθηκε προς την θέση δεξιά της αφετηρίας όπου βρίσκονταν οι ξύλινοι θρόνοι των ελλανοδικών.
«Χαλαρά, χαλαρά τώρα, ο λαγός βρίσκεται στο τέλος της διαδρομής» έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται.
«Λάβετε θέσεις», ακούστηκε το παράγγελμα του αφέτη.
Λύγισε τα γόνατα του εκτείνοντας ελαφρά το δεξί του χέρι εμπρός. Μόνον τότε συνειδητοποίησε ότι αυτή τη φορά θα κυνηγούσε χωρίς σκυτάλες. Κάρφωσε το βλέμμα του στην φιγούρα του αγωνοδίκη που βρισκόταν απέναντι του στον τερματισμό. Εισέπνευσε βίαια γεμίζοντας τους πνεύμονες του.
Ο ήχος της σάλπιγγας σήμανε στον ανοικτό χώρο. Δεν πρόλαβε να ακούσει την αντήχηση ανάμεσα στους λόφους διότι είχε ήδη εκσφενδονιστεί. Τα πρώτα μερικά βήματα ήταν τα πιο δύσκολα πάνω στο ελαφρά αργιλώδες επίχρισμα. Τα κάλυψε με επιτυχία και το σώμα του ίσιωσε. Αισθάνθηκε ξανά την ηδονή και το δέος να τον πλημμυρίζει, μία αρχέγονη χαρά που τον καταλάμβανε κάθε φορά που έτρεχε στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Δεν έβλεπε τίποτε δεξιά και αριστερά του, ολόκληρη η όραση του ήταν επικεντρωμένη στον τερματισμό και την φιγούρα που ολοένα μεγάλωνε.
***
Δεν κατανοούσε τίποτε. Ο αγώνας
είχε απορροφήσει κάθε ικμάδα των δυνάμεων του. Προσπαθούσε να αναπνεύσει αλλά
είχε ήδη χαθεί στις αγκαλιές των συμπολιτών του που είχαν ξεχυθεί μετά τον
τερματισμό. Η αυθόρμητη φύση των κατοίκων της Ελισσού είχε υπερβεί τα θέσμια.
Ράβδοι έπεφταν δεξιά και αριστερά, αλλά δεν έμοιαζε να νοιάζει κανέναν.
Θριαμβευτικά και εν τω μέσω του ξύλου που συνέχιζε να πέφτει ανάμεσα στις φοβέρες
των αγωνοδικών, οι άδολοι εκείνοι «χωριάτες» τον μετέφεραν τους ώμους τους
περνώντας μπροστά από την κερκίδα της Σαλαμίνας, τον βασιλιά, τον πατέρα του
και τους πολίτες που παραληρούσαν κραυγάζοντας το νέο του όνομα. Έτσι κουβαλητό
τον εναπόθεσαν ξανά στον χώρο πίσω από την εκκίνηση, Αποσβολωμένος, χαμένος και
προσπαθώντας να συνέλθει από την ένταση της προσπάθειας άκουσε τον κήρυκα να
ανακοινώνει τα αποτελέσματα του πρώτου αγώνα μέσα στο παραλήρημα των θεατών:
Τρίτη θέση: Οξύθεμις του Αισχίνη εκπροσωπώντας το
Κούριον
Δεύτερη θέση : Αλέξανδρος του Ανδρόκλου εκπροσωπώντας το βασίλειο της Λαπήθου
Πρώτη θέση: Λαγός του Ευδρόμου εκπροσωπώντας το βασίλειο της Σαλαμίνας.
Ένιωσε τα δάκρυα του να αυλακώνουν τα μάγουλα του. Όλη η ένταση είχε μετατραπεί σε δέηση ευχαριστίας στους διδύμους πολιούχους και στους αδελφούς Θεούς.
«Έλα νεαρέ» ακούστηκε πίσω του η ένρινη φωνή. «Ώρα να σε ετοιμάσουμε για το τέλος.»
Υπνωτισμένος ακολούθησε τον Απολλόδωρο στις ξύλινες κλίνες πίσω από την αφετηρία. Εκεί ο Θράκας άλειψε τον νέο με λάδι και σμύρνα και άρχισε να μαλάσσει ξανά το σώμα του.
«Έχουμε ακόμη λίγη ώρα νέε μου. Χαλάρωσε.»
«Μα ο δεύτερος αγώνας;»
«Θα αγωνιστείς ούτως ή άλλως με τους νικητές» του είπε γελώντας ο θεραπευτής.
***
Ο δίσκος του ηλίου είχε αρχίσει να κατεβαίνει. Το τελετουργικό του τελικού δρόμου ήταν διαφορετικό.
Οι έξι αθλητές στέκονταν ήδη στην αφετηρία. Αυτή τη φορά τα ονόματα τους δεν θα παρουσιάζονταν στο κοινό. Όλοι ήδη γνώριζαν ποιοι ήταν. Μόνον σε έναν τους όμως άρμοζε η τιμή να δώσει την ονομασία του στους αγώνες.
Στεκόταν στην τέταρτη θέση στην οποία τον έβαλε η νέα κλήρωση. Όλη η αγωνία είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Η νίκη στον πρώτο αγώνα τον είχε καθησυχάσει. Και τα λόγια του ιατρού: «Είσαι δεκατεσσάρων ετών και είσαι στον τελικό του σταδίου στον πιο σημαντικό αγώνα του νησιού. Ήδη έχεις ξεπεράσει τον μύθο του πατέρα σου. Ό,τι και αν γίνει.» Η σκέψη τον συντάραξε. Ο πατέρας του ήταν ένας θρύλος για ολόκληρο το νησί. Κοιτάζοντας αριστερά είδε τον νικητή της άλλης διαδρομής. Ο Ευξίφιος από την Λακεδάμεια έτρεχε για το βασίλειο της Ταμασού και έμοιαζε με ημίθεο. Το σώμα του ήταν σμιλεμένο σαν τα αγάλματα των κούρων των ναών. Απέπνεε μία πρωτόγνωρη ηρεμία. Κοίταξε τον νέο με δέος.
Η ιέρεια σηκώθηκε από την θέση της με την συνοδεία των δύο ελλανοδικών. Ο ένας κρατούσε στο χέρι του το στεφάνι από ελιά που θα στεφάνωνε τον νικητή και ο άλλος την υδρία με το αγιασμένο νερό και τον βασιλικό.
Η ιέρεια στάθηκε μπροστά από τον πρώτο αθλητή. Έστρεψε τα μάτια του εμπρός νιώθοντας ότι θα ήταν ντροπή να κοιτάζει σαν κακομαθημένος έφηβος.
Η Ανδρονίκη έβρεξε το κεφάλι
του αθλητή κτυπώντας τον με το βρεγμένο ιερό φυτό ξεστομίζοντας την λιτή ευχή:
«Καλόν στάδιο!»
Συνέχισε μέχρι που η τριάδα έφτασε μπροστά του.
Μόνον τότε έδωσε σημασία στην παρουσία της. Η Ανδρονίκη, ιέρεια της Θεάς στο μεγαλύτερο της ιερό στην Πάφο ήταν μία εντυπωσιακή γυναίκα. Ψηλή όσο και ένας άνδρας είχε μακριά κορακίσια σγουρά μαλλιά τα οποία έφταναν μέχρι την μέση της. Έμοιαζαν με φίδια που ξετυλίγονταν αργά καθώς το ελαφρύ αεράκι του δειλινού τα άγγιζε. Το πρόσωπο της ήταν η επιτομή του κάλλους. Εκείνο όμως που ξεχώριζε πάνω της ήταν τα βαθυπράσινα αμυγδαλωτά της μάτια που τώρα έμοιαζαν να κοιτάζουν κατευθείαν μέσα στα δικά του τρυπώντας ολόκληρη την ύπαρξη του. Ένιωσε τα γόνατα του να είναι έτοιμα να λυγίσουν μπροστά στην ισχύ της πρέσβειρας της Θεάς που νικούσε τους άνδρες. Και τότε έγινε κάτι ακόμη πιο απρόσμενο που έκανε όλους τους θεατές να σταθούν και να αφήσουν ένα συλλογικό αναφωνητό απορίας και αποδοκιμασίας ταυτόχρονα.
Η ιέρεια πλησίασε προς το μέρος
του τόσο ώστε να αισθάνεται την ανάσα της πάνω στο πρόσωπο του. Απλώνοντας τα
χέρια της τον αγκάλιασε φιλώντας τον στο μέτωπο. Στη συνέχεια έσκυψε προς το
αυτί του λέγοντας του ψιθυριστά:
«Λαγέ του Ευδρόμου, εύχομαι να είσαι έτοιμος για όσα
θα ακολουθήσουν. Αν επιβιώσεις πες στον πατέρα σου ότι η Θεά τον αποδεσμεύει
από τον όρκο του». Έβρεξε μετά το κεφάλι του με τον βασιλικό και συνέχισε στον
επόμενο αθλητή ενώ οι αποδοκιμασίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των θεατών
σμίγονταν με τις μανικές ζητωκραυγές των κατοίκων της Ελισσού που έβλεπαν την
εύνοια της Θεάς να εκφράζεται προς τον δικό τους νέο.
Αποσβολωμένος και συγχυσμένος αισθάνθηκε όλα τα βλέμματα πάνω του. Κοιτάζοντας ξανά αριστερά αντιλήφθηκε τον Λακεδάμειο να του χαμογελά επιδοκιμαστικά σε αντίθεση με την οργή που ξεχείλιζε από παντού. Η Ανδρονίκη είχε αναμοχλεύσει τα εμφύλια πάθη που ταλάνιζαν για δεκαετίες το νησί. Την κοίταζε να επιστρέφει στην θέση της αυτάρεσκα ωσάν να ήθελε να προκαλέσει και άλλο τον όχλο στον οποίο μετατρεπόταν η κερκίδα. Ως από μηχανής Θεός ο θηριώδης βασιλιάς της Σαλαμίνας σηκώθηκε από τον θρόνο του και στάθηκε εντός του σταδίου κοιτάζοντας προς το πλήθος. Δίπλα του στάθηκε παίρνοντας ουσιαστικά το μέρος του ο βασιλιάς των Σόλων Φιλόκυπρος ο Β’ ο νικητής στον αγώνα του παγκρατίου. Δεν είπαν απολύτως τίποτε. Η παρουσία τους και μόνον έφερε το μαγικό αποτέλεσμα της σιγής. Ο νέος δεν καταλάβαινε απολύτως τίποτε. Όλα έμοιαζαν με ένα όνειρο. Να ήταν άραγε μία παραίσθηση;
Την σκέψη του διέκοψε ο ήχος των αλόγων που έφταναν δαιμονισμένα. Όλοι γύρισαν προς την κατεύθυνση του Κιτίου από όπου ακουγόταν ο ήχος. Πρώτα φάνηκε ο κουρνιαχτός. Στη συνέχεια άρχισαν να αχνοφαίνονται τα πολεμικά άλογα και το δρεπανοφόρο άρμα που τα συνόδευε. Οι γενειοφόροι πολεμιστές με τις τίαρες, τα τόξα στην πλάτη και τα ακόντια στο χέρι συνόδευαν το ασημοστόλιστο πολεμικό άρμα με τον αγγελιοφόρο μέσα από το στάδιο. Οι κραυγές αποδοκιμασίας των Κυπρίων έδωσαν την θέση τους στη νεκρική σιγή μόλις συνειδητοποίησαν ότι κατά το έθιμο ουδείς των ήταν οπλισμένος. Ο αγγελιοφόρος κατέβηκε από το άρμα και στάθηκε επιδεικτικά μπροστά από τον κεντρικό θρόνο της ιέρειας κρατώντας στα χέρια του το μικρό χρυσό σκήπτρο που φανέρωνε την ιδιότητα του ως απεσταλμένου του Βασιλέα των Βασιλέων. Στη συνέχεια απεύθυνε τον λόγο σε όλους με την χροιά της περσικής προφοράς να χρωματίζει την λαρυγγιστή φωνή του.
«Άνδρες Κύπριοι, και συ γυναίκα, - η προσπάθεια για υποτίμηση ήταν εμφανής στην φωνή του - ο Βασιλέας των Βασιλέων με έστειλε για να σας ανακοινώσω την Βουλή του επί των κεφαλών σας και επί της νήσου.
Με την προσταγή του Υψηλότατου
που το βασίλειο του εκτείνεται από ανατολήν ως δύση οι αγώνες σας ακυρώνονται.
Όλες οι λατρευτικές σας εκδηλώσεις θα περιοριστούν εντός των ορίων των ναών.
Όλοι δε οι βασιλείς του νησιού θα παραδώσουν τους πρωτότοκους τους υιούς για να
μεταφερθούν στην Περσέπολη όπου και θα λάβουν την μόρφωση που αρμόζει σε υιούς
βασιλιάδων υποτελών στον Βασιλέα των Βασιλέων!
Αυτή είναι η Βούληση του Αφέντη σας. Τώρα
διαλυθείτε!»
Το μέγεθος της προσβολής ήταν
δυσθεώρητο. Η νεκρική σιγή πάνω στον λόφο έμοιαζε με το φούσκωμα της καταιγίδας
στην θάλασσα προτού ξεσπάσει σε αστραπόβροντα και το κύμα μανικό κτυπήσει με
λύσσα τα βράχια. Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι οι οξύθυμοι Κύπριοι θα ξεσπούσαν άλογα
και με μανία πάνω στους πολεμιστές και τον αγγελιοφόρο. Τότε ακούστηκε ένα
μισότρελο γέλιο να υψώνεται πάνω από το στάδιο και να γεμίζει αντηχώντας τον
χώρο. Η Ανδρονίκη είχε σταθεί μπροστά στον αγγελιοφόρο και γελούσε με μανία σε
μία αλλόκοτη εικόνα. Ήταν σαν να είχε αναστηθεί μπροστά τους μία χθόνια Θεότητα
που περιγελούσε τα γήινα και έφτυνε στα μούτρα της πρόσκαιρης ανθρώπινης
εξουσίας. Ανεμίζοντας δεξιά και αριστερά τα μακριά της μαλλιά ράπιζε το πρόσωπο
του απεσταλμένου του Δαρείου που είχε μείνει με ανοικτό στόμα. Ξαφνικά γύρισε
το βλέμμα της προς την αφετηρία καρφώνοντας το βλέμμα της στον μικρότερο από
τους αθλητές και με μία τρομακτική σε ένταση ιαχή κραύγασε:
«Τι περιμένεις λοιπόν Λαγέ του Ευδρόμου. Τρέξε! Για
την Θεά! Έλελευ!!»
Ο πολεμικός αλαλαγμός της
συγκλόνισε την ατμόσφαιρα. Από τον ναό του Ηρακλέους ακούστηκε το χάλκινο
σήμαντρο να αντηχεί ωσάν οι ίδιοι οι Θεοί να έδιναν το σύνθημα της εκκίνησης.
***
Επιμύθιον
Αλεξάνδρα
Κοίταζε αμήχανη τα χέρια της. Πάνω τους φαίνονταν τα ίχνη ακόμη από την πάλη. Τα σαν τανάλιες χέρια του πολεμιστή δίπλα της είχαν αφήσει τα σημάδια τους στους καρπούς της. Ο Ευπόλεμος ήταν ο προσωπικός συνοδός της στις αγώνες. Μια τιμή που ουδέποτε είχε γίνει σε γυναίκα! Το παρουσιαστικό της βέβαια δεν πρόδινε το φύλο της. Γνώριζε ακόμη ότι ολόκληρη η κερκίδα από την Λακεδάμεια θα στεκόταν εμπόδιο σε κάθε προσπαθεια επιβολής της ποινής σε περίπτωση που την ανακάλυπταν. Ένιωθε να είναι ακόμη σε κατάσταση αποσύνδεσης από την πραγματικότητα μετά την γιορτή. Είχε χαρεί βέβαια με την νίκη του Ευξίφιου αλλά όχι στον βαθμό που ήξερε ότι άρμοζε. Προηγήθηκε η νίκη του εφήβου από την Ελισσώ, αλλά ούτε η νίκη, ούτε και η αναταραχή που προξένησαν οι συγχωριανοί του ήταν ικανές να την συγκινήσουν. Βίωνε μία απόκοσμη κατάσταση απάθειας.
Αισθάνθηκε το βλέμμα προτού καν το δει. Ήταν σαν μία ακτίνα φωτός να σημάδευε το μέτωπό της. Ανασήκωσε το βλέμμα από τους καρπούς της αναζητώντας τον κάτοχο. Το βλέμμα της ιέρειας την κάρφωνε ενώ περπατούσε προς την γραμμή της αφετηρίας. Μεμιάς όλα τα αισθήματα που είχαν κλειδωθεί εντός της την πλημμύρισαν σαν καταιγίδα που παρασέρνει τα πάντα.
Ο τρόμος της απώλειας της αναπνοής στην λαβή στην πάλη, η άγρια χαρά της νίκης, η αποθέωση, ο πανικός της συνειδητοποίησης του τι είχε καταφέρει, η συλλογική απορία στα όρια της απόγνωσης ολόκληρης της πόλης της μπροστά στο κατόρθωμα της, ήρθαν σαν αστροπελέκια σταλμένα από τον βασιλιά των Θεών. Ένιωσε να τρέμει ολόκληρη. Ανεξέλεγκτα.
Αισθάνθηκε το τραχύ χέρι του πολεμιστή να αγγίζει τρυφερά στον ώμο της.
«Ανάπνευσε κόρη».
Λιτά, Λακωνικά. Γύρισε κοιτάζοντας τον με μάτια βουρκωμένα.
«Δεν είναι ώρα», της είπε. «Θα τα ζήσεις όλα αργότερα»...
Το χαμόγελο του την καθησύχασε. Ο άνδρας που είχε νικήσει, ένας υπηρέτης του Άρη, ήταν ένα δέντρο ατάραχο δίπλα της και την ησύχαζε.
«Ζεις το τέλος της μάχης», ξανάρθρωσε ο πολεμιστής. «Είναι η φυσική πορεία. Χωρίς αυτήν δεν θα είμαστε άνθρωποι».
Του χαμογέλασε πίσω με ευγνωμοσύνη. Μόνο τότε ξανακοίταξε την ιέρεια που βρισκόταν ακριβώς απέναντι εντός του στίβου. Θα ορκιζόταν ότι της χαμογελούσε περιπαικτικά προτού στρίψει προς την εκκίνηση.
***
Ευξίφιος
Οι φωνές αποδοκιμασίας γέμισαν την ατμόσφαιρα. Η ιέρεια είχε μόλις φιλήσει τον έφηβο από την Ελισσώ που φώναζαν Λαγό. Ένιωσε απέραντη συμπάθεια για τον νέο. Τα γεγονότα στην Λεκεδάμεια δεν μπορούσε να τα αποκωδικοποιήσει. Ήταν όμως βέβαιος ότι η ιέρεια ήταν ο φορέας μίας Θεϊκής αποστολής που περιλάμβανε τον νέο. Όπως και η νίκη της κόρης που φιλούσε.
Είχε όπως όλοι μαρτυρήσει το θανατηφόρο κλείδωμα της κεφαλής της στα χέρια του έμπειρου πολεμιστή. Βέβαιος ότι σύντομα θα είχε χάσει τις αισθήσεις της, απέστρεψε το βλέμμα για να μην κοιτάζει. Ο ήχος έκπληξης της κοινότητας τον έκανε να ξαναγυρίσει. Είχε χάσει την κίνηση με την οποία είχε ελευθερωθεί. Βίωσε όμως όλα τα υπόλοιπα. Μέχρι και την στιγμή που η κόρη είχε ανασηκωθεί με την άμμο του σκάμματος να καλύπτει όλο της το σώμα. Με το αίμα να πήζει γύρω από το πηγούνι της. Μόνο τα μάτια της άστραφταν καθαρά, γεμάτα μανία. Στα πόδια της κοιτόταν αναίσθητος ο Ευπόλεμος...
Οι ιαχές αποδοκιμασίας τον επανέφεραν. Μεγάλωναν σαν
φουσκοθαλασσιά. Όπως και οι κραυγές επιδοκιμασίας από την κερκίδα της
Σαλαμίνας. Έσκυψε προς το μέρος του νέου, ο οποίος κοίταζε αμήχανα προς το
μέρος του. Έμοιαζε με στρουθίο που κάποιος ανατάραξε την μακάρια του ησυχία.
Του χαμογέλασε επιδοκιμαστικά, προσπαθώντας να μεταφέρει με το βλέμμα μια δόση
γαλήνης.
Μπροστά είδε τον θηριώδη βασιλιά της Σαλαμίνας να μπαίνει στον στίβο κρατώντας τον τελετουργικό στομωμένο διπλό πέλεκυ – το μοναδικό «όπλο» εντός του σταδίου. «Μα τους Δίδυμους, αληθινά είναι απόγονος του Αίαντα» σκέφτηκε. Δίπλα του στάθηκε ο νικητής του παγκρατίου, ο νεαρός βασιλιάς των Σόλων, τρεις φορές νικητής στο αγώνισμα. Το κατόρθωμα του θα γινόταν σίγουρα τραγούδι και μύθος. Βρήκε καταπληκτικό τον τρόπο με τον οποίο το μανικό πλήθος ησύχασε. Ήταν σαν οι δύο βασιλιάδες, των δύο άκρων του νησιού, να ασκούν μία μαγική δύναμη πάνω στους συγκεντρωμένους θεατές.
Αναγνώρισε τον μακρινό ήχο προτού καν δει την σκόνη. Η παιδεία στην αγέλη τον είχε διδάξει τα πάντα για τον πόλεμο. Ήξερε ότι ο καλπασμός άνηκε σε πολεμικά άλογα. Ήξερε ότι ο ξύλινος ήχος ενδιαμέσως άνηκε σε κάποιο άρμα. Κάρφωσε τα μάτια στον ορίζοντα...
***
Φιλόκυπρος ο Β’
Τα λόγια του αγγελιαφόρου δεν τον κατάπληξαν όπως έκαναν στο εξαγριωμένο πλήθος. Ο νεαρός βασιλιάς γνώριζε. Η σκέψη του μικρού Αριστόκυπρου στην ασφάλεια της μικρής κώμης στο κέντρο του νησιού γαλήνευε την ψυχή του. Είχε προλάβει. Έστειλε νοερά τις ευχαριστίες του στον θηριώδη Σπαρτιάτη που είχε κάνει το ταξίδι από την Σπάρτη της Πισιδίας για να τον προειδοποιήσει, προτού επικεντρώσει το βλέμμα στο στρατιωτικό απόσπασμα.
Οι πολεμιστές άνηκαν σίγουρα σε κάποιο επίλεκτο σώμα. Τα πολεμικά τους άλογα ήταν από έκείνα τα άτια των στεππών της Ασίας. Οι καβαλλάρηδες – γύρω στους 100 στον αριθμό – συνόδευαν το δρεπανηφόρο άρμα του αγγελιαφόρου. Φαίνονταν όλοι καλογυμνασμένοι και επιδέξιοι. Έφεραν όλοι ακόντια στο χέρι και την μικρή πέλτη στο άλλο. Κουβαλούσαν τα μεγάλα περσικά τόξα με την φαρέτρα στην πλάτη. Έμοιαζαν να είναι όλοι οι ίδιοι με τα μακριά μελετημένα γένια και μαλλιά τους και τις μικρές κωνικές τιάρες του ιππικού στο κεφάλι.
Εκπλάγηκε με τον τρόπο που επεξαργαζόταν τις πληροφορίες. Ήταν το μέρος της πολεμικής αγωγής που είχε υποστεί για χρόνια στους Σόλους, όπως κάθε πολίτης-οπλίτης. Οι πληροφορίες, οι λεπτομέρειες, η επεξεργασία τους και η ταχύτητας της σκέψης, οι υπολογισμοί. Οι ιππείς θα μπορούσαν να ξεσκίσουν δεκάδες αν όχι εκατοντάδες με τις λόγχες τους, ή απλά να διαφύγουν. Και σίγουρα θα υπήρχαν και άλλοι από εκεί που είχαν έρθει. «Μάταια η όποια αντίσταση», άκουσε τον εαυτό του να ψελλίζει. «Είμαστε παιχνίδια στα χέρια της Μοίρας».
Και τότε υλοποιήθηκε το Απρόσμενο. Άκουσε την ιέρεια να γελά, να περιγελά καλύτερα τον εκπρόσωπο του Βασιλέα των Βασιλέων. Την είδε να τον ραπίζει με τα μαλιά της – η τρελλή! – και άκουσε, όλοι άκουσαν την προσταγή της στον νέο. Η πολεμική κραυγή πλημμύρισε το στάδιο και αντήχησε από τις κερκίδες που την επενέλαβαν. Ο συλλογικός αλαλαλαγμός... Όλοι οι υπολογισμοί, όλες οι σκέψεις έδωσαν την θέση τους στο άλλο μέρος της ύπαρξης, το μέρος στο οποίο η Λογική υποτάσσεται άβουλη, αδύναμη. Έρωτας Θείος, Μανικός – άραγε καταλάβαινε επιτέλους τι να είχε νιώσει ο Πάρης; Έπιασε τον εαυτό του να επαναλμβάνει την πολεμική ιαχή και να σηκώνεται από τον μαρμάρινο θρόνο. Είδε τον νέο να εκσφενδονίζεται προς τα εμπρός, περνώντας μέσα από τους κατάπληκτους ιππείς και να καταπίνει τα πρώτα βήματα του σταδίου. Το πολεμικό απόσπασμα έδειξε αμέσως την εκπαίδευση του – ξανά η Λογική παρούσα; - δημιουργώντας ένα κλοιό γύρω από τον αγγελιαφόρο ενώ τέσσερις ιππείς είχαν ήδη γυρίσει τα άλογα τους προς τον νέο και άρχιζαν την καταδίωξη. Ο νέος έτρεχε προς τον τερματισμό και προς το μέρος του, τα άλογα κάλπαζαν αφρίζοντας με τους ιππείς τους να ετοιμάζουν τα ακόντια για την βολή.
Μπήκε στο στάδιο...
***
Χέρσης
Ο νέος πέρασε σαν βολίδα από μπροστά τους. Ο Εύδρομος ήταν πιασμένος πάνω του. Πίσω τους το πλήθος παραληρούσε αλαλάζοντας. Ο στεριανός βασιλιάς ένιωθε την αδυναμία να τον καταβάλλει. Γνώριζε το τέλος της σκηνής, το είχε δει να εκτυλίσσεται πολλές φορές στην πολυτάραχη ζωή του. Τι τρέλλα! Η φρενοβλαβής ιέρεια, εκπρόσωπος μιας τάξης που δεν έλεγε να σταματήσει να βασανίζει τις ζωές τους είχε εξακοντίσει ολόκληρο το νησί σε μία δίνη από την οποία μόνον αίμα θα έσταζε. Ένιωσε τα μηνίγγια του να είναι έτοιμα να σπάσουν από την ακατάσχετη οργή και την ανάμνηση των ανείπωτων, όσων είχε ορκιστεί να μην αρθρώσει ποτέ. Ο φίλος ο παλιός παραληρούσε δίπλα του ενώ τα πολεμικά άλογα πλησίαζαν στο αποκορύφωμα του καλπασμού τους. Έβλεπε ήδη τους ιππείς να ανασηκώνουν τα χέρια και να ανακαθίζουν στις πλάτες των αλόγων.
Είδε τον νεαρό βασιλιά των Σόλων να μπαίνει πρώτος στο στάδιο. Σαν σταγόνα που ξεχυλίζει από φράγμα τον είδε να τρέχει προς τον πιο κοντινό ιππέα προς τις κερκίδες. Ασυναίσθητα έσπρωξε τον Εύδρομο και χύθηκε και αυτός στο στάδιο κρατώντας τον μακρύ τελετουργικό πέλεκυ. Ο Φιλόκυπρος πήδησε προς το μέρος του ιππέα με προτεταμένο το γόνατο. Είδε την τρομακτική σύγκρουση στην οποία ο ιππέας εκφεντονίστηκε προς τα πίσω με τον βασιλιά των Σόλων κολλημένο πάνω του. Ο ίδιος ανάμωσε τον μακρύ πέλεκυ και τον εξαπέλυσε προς τον δεύτερο ιππέα.
***
Απολλόδωρος ο Καρδιανός
Κάλπαζε με τα μάτια καρφωμένα εμπρός. Είχε αρπάξει το ακόντιο από τον πιο κοντινό ιππέα τραβώντας τον στο έδαφος και γλιστρώντας απαλά πάνω στην πλάτη του αλόγου. Ήταν ένα υπέροχο αραβικό άτι που ξεχώριζε από τα υπόλοιπα μικρόσωμα ασιατικά του αποσπάσματος. Ίσως ο κάτοχος του να ήταν κάποιος ευγενής ή αξιωματικός. Είχε γυρίζει να γκέμια προς τον στίβο και με τις φτέρνες του, απαλά, χωρίς βία έσπρωξε το άλογο προς τα εμπρός σφυρίζοντας στο αυτί του τον Ήχο. Το ζώο εκτινάχθηκε αμέσως προς τους τέσσερις αναβάτες που είχαν ήδη ξεκινήσει και το θήραμά τους.
Είδε τον βασιλιά των Σόλων να εισέρχεται αντίθετα με την κίνηση και πηδώντας σαν αίλουρος να ισοπεδώνει τον αριστερό αναβάτη. Είδε τον θηριώδη βασιλιά της Σαλαμίνας να εκσφενδονίζει τον διπλό πέλεκυ πάνω στον δεύτερο. Έμεναν δύο. Τους είδε να ανακαθίζουν στην πλάτη ενώ έτρεχαν και να οπλίζουν τα ακόντια στο δεξί τους χέρι. Χωρίς καμία ταραχή – ήταν συγκλονιστική η Απάθεια του μπροστά στα δρώμενα – έπραξε το ίδιο. Ποιόν από τους δύο;
Είδε στο φως του δειλινού απέναντι τον έφιππο, που χρύσιζε στις ακτίνες του ήλιου να έχει ανασύρει την κυρτή ιππική σπάθα και να ορμά προς τους καβαλλάρηδες. Σημάδεψε τον πιο κοντινό στον νέο και έριξε το ακόντιο με όλη του την δύναμη, γνωρίζοντας ότι η ορμή του ακοντίου μετέφερε και όλη την ταχύτητα του αλόγου. Το δόρυ τρύπησε την ωμοπλάτη του Πέρση διαπερνώντας το σώμα του την ώρα που το χέρι του είχε αρχίσει την κίνηση για να κτυπήσει τον νέο. Ο ιππέας παρέμεινε πάνω στο άλογο τρυπημένος με το πίσω μέρος του ακόντιου να εξέχει. Γύρισε προς το μέρος του άλλου, προσευχόμενος ο Θεός; να προλάβει...
***
Ενιάλιος
Έτρεχε δαιμονισμένος οθώντας το νεαρό πουλάρι στα όρια του. Το ζώο άφριζε. Είχε πάρει το δύσβατο μονοπάτι πάνω στο βουνό στα δυτικά του Πενταδακτύλου ελπίζοντας έτσι να προλάβει το πολεμικό απόσπασμα, που σίγουρα θα είχε ταξιδέψει ανατολικά, παράλληλα με την οροσειρά. Οι Πέρσες δεν γνώριζαν τα περάσματα. Θα είχαν ταξιδέψει την μικρή αμαξήλατη οδό μέχρι τo πέρασμα ανάμεσα στον Δαυλό και την Επτάκωμη. Ο ίδιος ανέβηκε με κόπο το μικρό μονοπάτι που περνούσε δίπλα από την Κλεπίνη και προσεκτικά οδηγώντας το άλογο κατέβηκε μέχρι που έφτασε στον κάμπο ανατολικά της Λήδρας. Εκεί έσπρωξε το νεαρό άτι σε έναν δαιμονισμένο καλπασμό στην κατεύθυνση δυτικά της Επιχούς, της Βώνης, του Παλαικύθρου και της Τύμβου σε μία ευθεία γραμμή προς τα Ολύμπια. Ήλπιζε ότι θα είχε προλάβει το απόσπασμα.
Αναγνώρισε την σκόνη προς την κατεύθυνση των Ολυμπίων στα δυτικά και κατάλαβε ότι τον είχαν προλάβει. Χτύπησε με μανία τα καπούλια του αλόγου κινούμενος προς την λοφοσειρά που παρεμβαλλόταν ανάμεσα του και ανάμεσα στο στάδιο. Φτάνοντας στις παρυφές έστριψε προς τα αριστερά και μέσα από το μικρό άνοιγμα ανάμεσα στους λόφους ξεχύθηκε προς το στάδιο. Άκουσε το σήμαντρο στον λόφο του Ηρακλέους ενώ έβλεπε καθαρά τον λίθινο πόλο που όριζε τον τερματισμό.
Απέναντι του ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να βυθίζεται στον ορίζοντα. Ο ουρανός, τα σύννεφα, οι λόφοι γύρω είχαν βαφτεί με ένα απόκοσμο κόκκινο σαν αίμα χρώμα. Μόνο τότε είδε τον γυμνό αθλητή που έτρεχε προς το μέρος του και τους πέντε καβαλλάρηδες που τον ακολουθούσαν. Κατάλαβε αμέσως ότι ο αθλητής ήταν το θήραμα για τους ιππείς με τις μικρές τιάρες. Ανέσυρε την κυρτή ιππική σπάθα από την θήκη της πλάτης. Πίσω από τους καβαλλάρηδες το ποτάμι των ανθρώπων που βρίσκονταν στις κερκίδες ξεχυνόταν προς την αφετηρία.
Είδε κάποιον να μπαίνει στον στίβο και πηδώντας να ισοπεδώνει τον τελευταίο δεξιά ιππέα. Είδε έναν θηριωδη άντρα να εκσφενδονίζει κάτι σαν διπλό πέλεκυ – μα ήταν δυνατόν; - στον δεύτερο και πρόλαβε να δει το δόρυ που διαπέρασε τον τρίτο στο ύψος του δεξιού ώμου σακατεύοντας τον. Κάρφωσε το βλέμμα στον ιππέα που απέμεινε. Είχε ήδη ανασηκώσει το σώμα κρατώντας τα γκέμια με το αριστερό χέρι, σταθεροποιώντας το σώμα και εκτείνοντας το ακόντιο προς τα πίσω.
Κραυγάζοντας την πολεμική ιαχή ανασήκωσε το χέρι με την σπάθα και το κατέβασε με μανία προς τον Πέρση ιππέα...
***
Λαγός
Μία
ακατανόητη Δύναμις τον ανέλαβε. Αισθανόταν το σώμα του να είναι το όχημα
κάποιας μεγαλύτερης οντότητας από τον ίδιο. Δεν κατάλαβε καν πώς είχε αρχίσει
να τρέχει. Έτρεχε όμως, με μία ένταση που ποτέ στην ζωή του δεν είχε αισθανθεί
ξανά.
Πέρασε δίπλα από τον Πέρση αγγελιοφόρο και μέσα από τα πολεμικά άλογα επιταχύνοντας. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στον λίθο που όριζε τον τερματισμό. Η ακοή του είχε οξυνθεί με ένα περίεργο τρόπο. Οι ήχοι έφταναν στα αυτιά του διαταραγμένοι αλλά σχηματίζοντας μία σαφή εικόνα για το τι γινόταν γύρω του.
Γνώριζε έτσι ότι η καταιγίδα στην κερκίδα είχε ξεσπάσει λαμβάνοντας την μορφή αλλόφρονων κραυγών που αλάλαζαν αντηχώντας την φωνή της Θεάς που κατέλαβε την ιέρεια της. Έμοιαζαν να τον παρασέρνουν σπρώχνοντας τον προς το τέρμα. Αισθάνθηκε το Συλλογικώς Υπάρχειν να πλημμυρίζει τον δρομέα μέσα του. Ένιωσε στο κέντρο του στήθους του την παρουσία του Λύκου των οραμάτων του.
Γνώριζε ακόμη ότι ο άλλος ήχος, ο τρομερός, ο ήχος του θανάτου άνηκε στα άλογα που είχαν στρέψει και άρχιζαν το κυνηγητό.
Μόνον τότε αντιλήφθηκε ότι στ’ αλήθεια ήταν πια ένας λαγός που τον κυνηγούσαν δυνάμεις ανώτερες από τον ίδιο, με την Μοίρα του προδιαγραμμένη και χωρίς δυνατότητα αποφυγής του μοιραίου που πλησίαζε. Αισθάνθηκε απέραντη ευγνωμοσύνη στο μικρό εκείνο ζώο που είχε κυνηγήσει τόσες φορές, άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε όχι και που τώρα το όνομα του βρισκόταν στα χείλη χιλιάδων συμπατριωτών του που έκλαιγαν και οδύρονταν στις κερκίδες στ’ αριστερά του.
Η άκρη του ματιού του έπιασε τον γιγαντόσωμο βασιλιά να στέκει αγκαλιασμένος με τον πατέρα του ενώ τους προσπερνούσε σαν δαίμονας που πετούσε προς το τέλος.
Ο λίθινος πόλος πλησίαζε, το ίδιο και ο ήχος του θανάτου. Κατέβαλε μία τελευταία τιτανιαία προσπάθεια να τον περάσει. Μέσα από τα σπλάχνα του ανέβηκε η πολεμική κραυγή που είχε επαναλάβει τόσες φορές στην αγέλη ενώ περνούσε δίπλα από το σημείον του τέλους. Πρώτος…
Πρόλαβε να δει τον ιππέα που ερχόταν από απέναντι. Το φως του δειλινού τον χρωμάτιζε πορφυρό. Έμοιαζε με τον Χάροντα έτσι όπως ερχόταν προς το μέρος του με την κυρτή σπάθα. Άκουσε την πολεμική ιαχή ενώ ο Χάροντας; περνούσε δίπλα του. Αισθάνθηκε το ακόντιο να τον διαπερνά χωρίς να αισθανθεί κανένα είδος πόνου. Μόνον έκπληξη για την βία και την ορμή με την οποία τον εκσφενδόνιζε προς τα εμπρός και κάτω, προς το έδαφος που πλησίαζε, ενώ αυτός πετούσε προς αυτό.
Ένιωσε την αιχμή του δόρατος να καρφώνεται πρώτη στο αργιλώδες έδαφος. Το σώμα του ακολούθησε γλιστρώντας πάνω στο ξύλινο στέλεχος κτυπώντας με ορμή στην μητρώα γη. Σκέφτηκε ότι έφευγε από την ζωή σουβλισμένος όπως τον λαγό και χαμογέλασε ακούοντας τον εαυτό του να ορκίζεται ότι αν με κάποιο τρόπο επιβίωνε δεν θα ξανάτρωγε κρέας.
Η τελευταία εικόνα που γέμισε το μυαλό του ήταν η εικόνα μίας γυναίκας που δεν γνώριζε. Ήταν όμως τόσο οικεία η γλυκιά της ομορφιά έτσι καθώς του χαμογελούσε.
Μαύρο σκοτάδι τον σκέπασε γεμίζοντας κάθε πόρο του δέρματος του, κάθε κενό του σώματος.
Τέλος α’ βιβλίου