Monday, June 8, 2020

Αμαθούντας


(Προηγούμενο)


Το Κεφάλι του Βασιλιά ~ Λυκαυγές
Αμαθούντας


Οι δύο άντρες εμφανίστηκαν στον μικρό λιθόστρωτο δρόμο στα αριστερά της πόλης. Είχαν κάνει όλο το δρόμο από την Σαλαμίνα περπατητοί, όπως επίτασσε ο χρησμός. Τίποτε στην εμφάνιση τους δεν μαρτυρούσε την κούραση που θα έπρεπε να τους βαραίνει κάτω από τον πρωινό ήλιο του καλοκαιριού.

Ο άνδρας με τον φθαρμένο άλικο μανδύα κοντοστάθηκε. Είχαν ακολουθήσει την οδό μέχρι τους βράχους. Η μικρή παραλιακή οδός έφτασε στο τέλος της δίνοντας την θέση της στην μεγάλη βασιλική οδό του Αμαθούντα. Ανάπνευσε βαθιά τον αρμυρό αέρα της Μεσογείου. Έπιασε τον εαυτό του να συγκινείται και ένιωσε έκπληξη με την οικειότητα που αισθανόταν για τούτη την γη και τη θάλασσά της. Δίπλα του ο ψιλόλιγνος συνοδοιπόρος του αφαίρεσε την μαντίλα αποκαλύπτοντας το κοντοκουρεμένο κεφάλι με τα έντονα ρουφηγμένα μάγουλα και τα χαρακτηριστικά μελισσιά μάτια.

Στρίβοντας αντίκρισαν τα τείχη της πόλης. Οι πύλες ήταν κλειστές και οι επάλξεις γεμάτες κόσμο και οπλίτες. Ήξεραν για την άφιξη τους. Το λιμάνι του Αμαθούντα έσφυζε από ζωή και δραστηριότητα. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο Ευξίφιος ο Λακεδάμειος είχε αποκτήσει την ουλή που τον συνόδευε στον δεξιό κρόταφο. Έξω από τα ίδια τείχη.

Χάιδεψε την πληγή μορφάζοντας και με αργά και σταθερά βήματα κινήθηκε προς τις κλειστές πύλες. Μια σάλπιγγα ακούστηκε. Μεμιάς κάθε δραστηριότητα σταμάτησε, ο χρόνος σταμάτησε και μια νεκρική σιγή απλώθηκε παντού. Σαν σε σκηνή τραγωδίας κι εκείνος κορυφαίος του χορού, κινήθηκε προς το κοντάρι που βρισκόταν μπηγμένο στα δεξιά της κεντρικής πύλης. Ο σύντροφος του αφαίρεσε το δισάκι απλώνοντας στο έδαφος το ανοικτό ύφασμα και το περιεχόμενο του. Μία φιάλη ανέρωτο κρασί από την Ασκόπελο, μία φιάλη Λακεδάμειο λάδι και έναν αμφορέα μέλι από την Ελισσώ.

Βλέποντας τις μέλισσες ένιωσε ένα ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική του στήλη. Η μνήμη των παιδικών του χρόνων αναδύθηκε σαν θεόσταλτο όνειρο και τον πλημμύρισε. Τα μελίσσια στη βάση του Ταΰγετου ήταν η αγαπημένη του επαφή με τον παππού του. Οι εικόνες του αγέρωχου πολεμιστή που φρόντιζε τις μέλισσες σαν παιδιά του έκαναν τα μάτια του να βουρκώσουν.

Γνώριζε τι έπρεπε να κάνει και πώς να κινηθεί: η τέχνη τον συνόδευε, ήταν μέρος της ύπαρξης του.
«Οι μέλισσες γνωρίζουν» ήταν τα λόγια του γέροντα. «Αντιλαμβάνονται την πρόθεση πριν από την πράξη και κατανοούν τα πάθη της ψυχής»

Τα λόγια του τον συνόδευαν ερχόμενα από έναν άλλο κόσμο ειρηνικό γλυκά σαν το Λακωνικό μέλι της πρότερης του ζωής. Ο Ευξίφιος κινήθηκε αργά με απόλυτη σταθερότητα. Κάθε κίνηση του έμοιαζε να διαρκεί αιώνες. Έμοιαζε με τα ανδρείκελα που χρησιμοποιούσαν οι περιπλανώμενοι θιασώτες στα πανηγύρια της Θεάς της πόλης. Οι μέλισσες ανασηκώθηκαν εξίσου αργά και ξεκίνησαν να προσγειώνονται στα χέρια, τους ώμους και το κεφάλι του, μπλεγμένες με τα κατσαρά γένια και τα μαλλιά του. Το μακρόσυρτο ξεφύσημα της συλλογικής εκπνοής ολόκληρης της πόλης που ήταν μαζεμένη στα τείχη από πάνω του έφτασε στ’ αυτιά του.

Αγγίζοντας απαλά, ακούμπησε ότι είχε μείνει από το αγαπημένο κεφάλι. Το είχε ακουμπήσει λίγες φορές όσο ζούσε. Κάτι η σπαρτιατική του παιδεία, κάτι η θέση του, δεν του είχε επιτρέψει να εκφράσει όσο θα ήθελε τη φιλότητα που αισθανόταν για τον νέο. Ξεκάρφωσε το αγαπημένο καύκαλο από το κοντάρι και το απίθωσε μαλακά στο πλακόστρωτο. Με τις μέλισσες να βουίζουν ολόγυρα και πάνω του γονάτισε στο απλωμένο ύφασμα και πήρε το κρασί. Αφού έχυσε λίγες σταγόνες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ξέπλυνε μεθοδικά το κρανίο αφαιρώντας την κερήθρα από τα κενά.

Το κρανίο έμοιαζε να του μιλά μέσα από τις τρύπες που βρίσκονταν στη θέση των ματιών. Το παγωμένο άσαρκο χαμόγελο ήταν τόσο οικείο. Πόσες φορές δεν είχε σκιρτήσει στο άκουσμα του εγκάρδιου γέλωτος του νέου; Η ανάμνηση της πρώτης του συνάντησης με το καλογέλαστο παιδάκι διέλυσε τον παλαίμαχο πολεμιστή.

Ολόκληρη η ύπαρξη του έγινε μια χορδή που παλλόταν. Το τράνταγμα του στήθους του ήταν αδύνατο να ελεγχθεί. Κάθε μυς του σώματος του παραδιδόταν σε μια απόκοσμη αρχετυπική δόνηση, ένα τρέμουλο όμοιο με τον πολεμικό χορό που πρωτόμαθε στην αγέλη. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς του. Εκείνος ο πολεμιστής που αντίκρισε εκατοντάδες φορές το θάνατο κατάματα σειόταν συθέμελα κλαίοντας γοερά μέσα στην ομορφιά της καλοκαιρινής μέρας και την απόκοσμη σιωπή μιας πολιτείας που παρακολουθούσε άφωνη, τρομαγμένη μπρος στη μυσταγωγία που εκτυλισσόταν στα πόδια της. Ακόμα και οι μέλισσες έμοιαζαν να συνοδεύουν το κλάμα του πολεμιστή βουίζοντας στο ρυθμό του.

Η θλίψη και ο σπαραγμός σιγά-σιγά αλλοιώνονταν εντός του. Πρώτα αισθάνθηκε την αλλαγή στην κοιλιά του. Οι μυς που συγκρατούσαν τα σπλάχνα του ξεκίνησαν να μεταδίδουν την κίνηση κυματιστά. Ανεξέλεγκτα στάθηκε παραδομένος στην έκσταση της ρυθμικής κίνησης του χορού. Έμοιαζε σαν ένας τρομακτικός Θεός που χτυπούσε δαιμονισμένα τα πόδια του στο έδαφος σαν να θελε να ξυπνήσει τους φυλακισμένους Τιτάνες, σαν να πάλευε με την ίδια τη μάνα Γη.

Ο ρόγχος ανέβηκε στο στήθος του πνίγοντας τον, το στήθος του ένα αγριεμένο ηφαίστειο που αναζητούσε εκτόνωση. Όλος ο πόνος συμπυκνωμένος στα πνευμόνια του σαν άλογα που με μανία ψάχνουν την έξοδο από στάβλο που καίγεται. Πνιγόταν, τα δάκρυα, οι λυγμοί του έσφιγγαν το λαιμό…

Η θλίψη και ο πόνος έδωσαν τη θέση τους στο αίσθημα που επιμελώς κάλυπτε με την ισορροπημένη δόση ορθότητας που απαιτούσε η αποστολή του. Ο ρόγχος έγινε πρώτα δόνηση και μετά από το κέντρο του στήθους του – από το κέντρο της ίδιας της μικρής και αμελητέας του ύπαρξης – ξεπήδησε άναρθρη, μανική η πολεμική ιαχή. Ακόμη και ο ίδιος εκπλάγηκε αντιλαμβανόμενος την ισχύ της. Έπιασε τον εαυτό του να χάνεται στον ήχο. Η συνείδηση του αλλοιώθηκε, έπαψε πια να είναι ο Ευξίφιος ο Λακεδάμειος είχε μετατραπεί σε κάτι άλλο, σε έναν δαίμονα του Θεού του πολέμου.

Η ιαχή έσκισε την θερινή θαλάσσια αύρα. Ακόμη και οι μέλισσες σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα. Η συλλογικότητα τους είχε σπάσει βίαια και κάθε μια έμοιαζε να κινείται πια μοναχικά ξέχωρα από τη θαλπωρή της κυψέλης. Σημεία των καιρών.

Ο μεσήλικας πολεμιστής-ιεροφάντης αισθάνθηκε το ίδιο αίσθημα που είχε βιώσει τότε με το νεαρό βασιλιά στο σπήλαιο της Φολεγάνδρου. Εντός του, στα τρίσβαθα της πονεμένης του ψυχής αισθάνθηκε το πέπλο του χωρόχρονου να σκίζεται…

Ο αμίλητος σύντροφος του τον ακούμπησε απαλά στον ώμο συνεφέρνοντας τον.

-Είναι ώρα, του είπε.

Αφήνοντας τα δάκρυα να αυλακώνουν το τραχύ του δέρμα, ξέπλυνε το κρανίο με το κρασί και άλειψε το αγαπημένο κεφάλι με το μέλι. Έπειτα το τύλιξε στο λευκό λινό ύφασμα. Ανασηκώθηκε γυρίζοντας το βλέμμα του πάνω στα τείχη αναζητώντας την θέση του θρόνου. Την εντόπισε στο κέντρο πάνω από την κεντρική πύλη, ανάμεσα στα λάβαρα της πόλεως.

-Εσύ! βροντοφώναξε στοχεύοντας με τον δείκτη του τον παραλήπτη του λόγου του. Κανένας δεν θα θυμάται το όνομα σου! Θα μείνεις αμνημόνευτος και ακατονόμαστος στο πέρασμα του χρόνου!

Γυρίζοντας αντίκρυσε τα μάτια του συμπολεμιστή του. Αυτός δάκρυζε αμίλητος. Τα δάκρυα έτρεχαν πάνω στο ξυρισμένο του πρόσωπο. Ο Ευξίφιος σκέφτηκε πως ο φίλος του έμοιαζε πολύ πιο νέος από ότι ήταν. Πάντα τον εξέπληττε αυτή η νεανική εμφάνιση. Έμοιαζε με ημίθεος έτσι καθώς το πέρασμα του χρόνου δεν φαινόταν να τον αγγίζει.

-Είναι ώρα, ανταπάντησε.

Ο δρομέας αφαίρεσε από πάνω του τον μανδύα και τον χιτώνα του μένοντας γυμνός. Η φιγούρα του διαγραφόταν καθαρά πάνω από τα τείχη. Όλοι γνώριζαν ποιος ήταν.

Το δέρμα του ήταν διάστικτο από τις μορφές του είχαν χαραχτεί πάνω μέσα στα χρόνια. Ο Καρδιανός του θεραπευτής είχε πρωτοστολίσει έτσι την πληγή που διαπερνούσε τον κορμό του και ο δρομέας συνέχισε την παράδοση από την Καρδία της Θράκης μέχρις ότου το κορμί του να είναι ολόκληρο καλυμμένο από σχέδια από τους μηρούς μέχρι τους βραχίονες. Πήρε την φιάλη με το λάδι και άλειψε ολόκληρο το σώμα. Αργά μεθοδικά, ξυπνώντας έναν έναν κάθε μυ του σώματος, προετοιμάζοντας τους για το ταξίδι. Έτριψε το αλειμμένο σώμα με τις δέσμες δεντρολίβανου και στάθηκε ξανά μπροστά από τον συμπολεμιστή του.

Ο Ευξίφιος του πρότεινε ευλαβικά το τυλιγμένο στο ύφασμα κεφάλι. Ο ψιλόλιγνος άντρας αναποδογύρισε το δισάκι σηκώνοντας το ψηλά ώστε να φαίνεται από τα τείχη. Η σημαία του Χέρση ανέμιζε ξανά έξω από τον Αμαθούντα. Το ελαφρύ θαλασσινό αεράκι φιλούσε την μαύρη πολεμική σημαία με το λευκό κεντημένο τόξο στο κέντρο. Την φόρεσε γύρω από τον ώμο δημιουργώντας το τρίγωνο που θα υποδεχόταν το κεφάλι. Ήταν το ίδιο ακριβώς δέσιμο που είχε χρησιμοποιήσει χρόνια πριν για να μεταφέρει ένα νεογέννητο βρέφος. Παίρνοντας το τυλιγμένο κεφάλι το φίλησε τρυφερά στο μέτωπο και το ασφάλισε στην θέση της καρδιάς του, όπως είχε κάνει τότε. Ο σύντροφος του έδεσε τις άκρες. Οι δύο άντρες αγκαλιάστηκαν αποχαιρετώντας ο ένας τον άλλο.

Ο άνδρας έριξε μία τελευταία ματιά στην πόλη. Έφερε τις δύο παλάμες του σταυρωμένες στην θέση της καρδιάς, τις ανέβασε ανοικτές στο μέτωπο και τις ύψωσε στα ουράνια καλώντας τον Θεό του να τον συνδράμει. Έπειτα άρχισε να τρέχει. Οι άνδρες και τα γυναικόπαιδα στα τείχη ακούστηκαν να εισπνέουν και να εκπνέουν ομαδικά σε μία συλλογική ανάσα. Ήταν αληθινά άνθρωπος ο δρομέας; Έμοιαζε να ίπταται πάνω στην μεγάλη βασιλική οδό προς την ανατολή. Τα πόδια του δεν ήταν καθαρό αν άγγιζαν τις πέτρες.

Εκείνος είχε ήδη χαθεί στην εσωτερική ατραπό. Έβλεπε και δεν έβλεπε, άκουε και δεν άκουε, τα χρόνια άσκησης τον είχαν σμιλεύσει σε μία ύπαρξη τρεξίματος, έναν από μηχανής ημίθεο δρομέα ασύγκριτο στο νησί. Μόνον η Οδός υπήρχε πλέον. Η Οδός που οδηγούσε στην Σαλαμίνα. Στον ουρανό πίσω του το πουλί της Θεάς τον ακολουθούσε από ψηλά.

Αμαθούντας, Ασκόπελος, Λακαιδάμεια, Ελισσώ, Σαλαμίνα.

Αισθάνθηκε την πίεση στο κέντρο του στήθους. Σκέφτηκε πως αυτή την φορά θα έτρεχε μέρα…

***

(Επόμενο)
Τρίπυλος ~ «Θρονί» ~ Κύκκος
Ανδρονίκη










No comments:

Post a Comment

Ολύμπια ~ Λύμπια

  (προηγούμενο) Αχαιών Ακτή ~ Κερύνεια Σπάρος ~ Ενιάλιος https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/08/blog-post_16.html   Οι Αγώνες ...