Sunday, August 16, 2020

Αχαιών Ακτή ~ Κερύνεια

(προηγούμενο)

Καρπαθία~Χρυσή Ακτή~Καρπασία 

Απολλόδωρος ο Καρδιανός 

https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/08/blog-post.html

Σπάρος 

Το παιδί έπαιζε στην άμμο. Είχε τρέξει μέχρι την παραλία το χάραμα ακολουθώντας την εσωτερική του παρόρμηση. Ήταν μόλις δέκα ετών, αλλά όλοι στην μικρή πόλη του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ήδη ενήλικας. Το είχε κερδίσει με την αξία του.

Ο Σπάρος ήταν δεινός κολυμβητής και άριστος καταδύτης. Στα παιχνίδια που τελούνταν κάθε χρόνο προς τιμή του Ποσειδώνα είχε κερδίσει το πιο δύσκολο αγώνισμα, το αγώνισμα της αναρρίχησης πάνω στο καλά λαδωμένο κατάρτι του ιερού πλοίου. Θυμόταν την μέρα πριν από μερικούς μήνες όταν ολόκληρη η πόλη τον επευφημούσε στο μικρό λιμάνι. Η πόλη του ήταν η πιο όμορφη στο νησί, ήταν σίγουρος. Χτισμένη στους πρόποδες του βουνού συνδύαζε το βουνό με την θάλασσα όπως ακριβώς και η μητρόπολη στην Αχαΐα. Τα στενά της δρομάκια και οι φιλικοί της κάτοικοι, περίφημοι για την φιλοξενία τους σε όλη την ανατολική Μεσόγειο ήταν σίγουρα οι καλύτεροι του νησιού για το παιδί. Κι ας μην είχε ταξιδέψει σε κάποια άλλη πόλη του. Οι μεγαλύτεροι είχαν φροντίσει να του φυτέψουν αυτή την αίσθηση αρχαίας περηφάνιας για την προέλευση τους. Οι απόγονοι των πρώτων Ελλήνων στο νησί.

Τώρα το παιδί-ψάρι κυλιόταν ανέμελο στην άμμο της παραλίας που όλοι ονόμαζαν «Αχαιών ακτή» καθώς σύμφωνα με την παράδοση εδώ έφτασαν πρώτα τα πλοία με τον Κηφέα και τον Πράξανδρο, μετά τον Τρωικό πόλεμο. Κάνοντας τούμπες και βγάζοντας άναρθρες κραυγές ο Σπάρος απολάμβανε την ζωή. Ήταν φανερό σε όλους στην πόλη ότι το ορφανό που είχε υιοθετηθεί από όλους, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν αλαφροΐσκιωτο. Δεν ακολουθούσε την ίδια πορεία μεγαλώματος με τους συνομήλικους του και ουσιαστικά έκανε ό,τι του περνούσε από το μυαλό, χωρίς πονηριά αλλά και χωρίς καμία ενοχή για τις πράξεις του.

Στην αρχή οι Κερυνειώτες προσπάθησαν να νουθετήσουν το ορφανό αγόρι με καλοπιάσματα και τιμωρίες. Είδαν και απόειδαν καθώς ο μικρός ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως. Εκεί που είχαν αποφασίσει να τα παρατήσουν και να του συμπεριφέρονται όπως στους πιστούς σκύλους φύλακες της πόλεως έγινε η Θεία αποκάλυψη. Το παιδί ήταν ένας άριστος κολυμβητής! Όταν στα εφτά χρόνια άρχιζε η Αγωγή των παίδων στην πόλη, με την διδασκαλία της κολύμβησης ως ένα από τα απαραίτητα μαθήματα, το παιδί ανέδειξε το ταλέντο του. Έμοιαζε να είχε γεννηθεί μέσα στην θάλασσα. Σε ελάχιστο χρόνο είχε μάθει τα τρία είδη κολύμβησης στα οποία διέπρεπε. Εκεί όμως που ξεπερνούσε κάθε προσδοκία ήταν στην κατάδυση. Το παιδί μπορούσε να κρατήσει την ανάσα του περισσότερο και από πολλούς έμπειρους δύτες της πόλης και αυτό ήταν αδιανόητο καθώς οι Κερυνειώτες ήταν οι κορυφαίοι στο νησί, περιζήτητοι στην περιοχή για τις ικανότητες τους. Ο «ρόκολος» όχι μόνον άντεχε αλλά συχνά ξεχνιόταν στον βυθό χαμένος στον κόσμο του, εξ ού και το ταιριαστό όνομα «Σπάρος», από το μικρό παιχνιδιάρικο ψάρι της περιοχής. Όταν οι παλαιοί είδαν την ικανότητα του κατανόησαν ότι το παιδί θα έπρεπε να αφεθεί μόνο του στον δικό του ρυθμό να μεγαλώσει. Η πόλις το περιέβαλε με αγάπη και ο μικρός Σπάρος μεγάλωνε κάνοντας κυριολεκτικά ό,τι του κάπνιζε. Πάντα έβρισκε φαγητό και μία κλίνη, σε όποιο σπίτι της πόλης και αν επέλεγε. Οι Κερυνειώτες θεωρούσαν τιμή τους να τρώει και να κοιμάται στο σπίτι τους το παιδί του Θεού της θάλασσας.

Στα εννιά του ο Σπάρος είχε ήδη συμμετάσχει σε αποστολές αλιείας σφουγγαριών αλλά και ανάκτησης αμφορέων από ναυάγια τόσο στην βόρεια ακτή όσο και στην ακτή της Κιλικίας. Οι ιερείς του Θεού θεωρούσαν την παρουσία του ευλογία για την πόλη αλλά και υπόμνηση ότι οι γονείς του του είχαν δωρίσει τις καλύτερες ποιότητες τους πριν τον χαμό τους.

Το παιδί σταμάτησε το παιχνίδι απότομα. Η έμπνευση τον είχε ξανά καταλάβει. Έτρεξε προς το εσωτερικό της παραλίας εκεί όπου είχε αφήσει το μικρό δερμάτινο σακίδιο με τον αυλό. Μέρος της Αγωγής ήταν και η μουσική. Τα παιδιά μάθαιναν να σκαλίζουν τους δικούς τους αυλούς και διδάσκονταν την χρήση τους. Ενθαρρύνονταν δε να παίζουν στον ελεύθερο τους χρόνο. Οι κακοφωνίες πριν από τα δείπνα ήταν συνηθισμένες στην μικρή πόλη. Όλοι γνώριζαν ότι σύντομα τα μικρά παιδιά θα μετατρέπονταν σε δεινούς αυλητές. Κάποια από αυτά θα ακολουθούσαν την τέχνη και θα γίνονταν οι αυλητές στα εμπορικά και πολεμικά πλοία που έσκιζαν το Αιγαίο, καθώς η επικοινωνία μέσω αυλών ήταν η πιο συνηθισμένη μορφή στην θάλασσα.

Η μουσική ήταν το δεύτερο τάλαντο του Σπάρου. Αφού είχε μάθει τις νότες, το παιδί είχε αρχίσει να παίζει. Στην αρχή απλά αντέγραφε τους σκοπούς των μεγαλύτερων στην πόλη, τόσο καλά που δεν ξεχώριζε η ηλικία του. Στην συνέχεια το αλαφροΐκσκιωτο παιδί με το αγαθό πνεύμα είχε αρχίσει να συνθέτει δικούς του πρωτάκουστους μουσικούς μαιανδρικούς σκοπούς με τόση δεξιοτεχνία που είχε κερδίσει καθημερινές προσκλήσεις στα ψαράδικα κυλικεία της παραλίας της πόλης δίπλα στο φρούριο. Οι κυλικιάρχες ανταγωνίζονταν, ποιος θα έχει το παιδί στο δικό του μέρος, , με τον γνωστό Κερυνειώτικο θεατρινισμό , κι ας ακούγονταν οι σκοποί του σε όλη την πόλη. Οι θεατρικοί ανταγωνισμοί και τα πειράγματα ήταν μέρος της εθιμοτυπίας της πρώτης Ελληνικής πόλης. Ο Σπάρος βέβαια που βαριόταν να είναι σε ένα μέρος για πολλή ώρα περνούσε συνήθως από όλους προτού τελειώσει το βράδυ. Έτσι όλοι έμεναν ευχαριστημένοι και το παιδί χορτάτο.

Το παιδί βρήκε το σακίδιο ανάμεσα στα ευωδιαστά λουλούδια της παραλίας όπου το είχε αφήσει. Τα μικρά λευκά λουλούδια με την κίτρινη σαν κρόκο καρδία που οι ντόπιοι έλεγαν «ματσικόριδα» πεισματικά και σε αντίθεση με όλους τους επισκέπτες που τα ονόμαζαν με το άλλο, το γνωστό τους όνομα, πλημμύριζαν το πρωινό με την ευωδία τους. Ανάμεσα στους «νάρκισσους» ανέσυρε τον αυλό του και κάθισε αναπαυτικά σταυροπόδι. Αφού παιχνίδισε λίγο με τον αυλό για να ζεστάνει τα δάκτυλά του, ο Σπάρος έδωσε για πρώτη φορά προσοχή στο περιβάλλον γύρω του.

Η ευωδιά των νάρκισσων-ματσικόριδων στην μύτη του, το απέραντο μπλε στα μάτια του και οι ήχοι των πουλιών που είχαν ήδη ξυπνήσει εδώ και ώρα συνέθεταν το καλοκαιρινό σκηνικό. Πάνω από όλα όμως ακουγόταν ο μακρόσυρτος και συνεχής ήχος των ζίζιρων, των τζιζικιών. Το παιδί αφουγκράστηκε το μακρόσυρτο Ζζζ και τις πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις του. Του φάνηκε απίστευτο πόσους διαφορετικούς τόνους του ζ μπορούσε να ξεχωρίσει οι οποίοι ενώνονταν σε ένα συλλογικό Τζ το οποίο τον συνέπαιρνε. Έβαλε ξανά τον αυλό στο στόμα και άρχισε να παίζει. Στην αρχή οι ήχοι ήταν βαθιοί και οι νότες μακριές. Τα βαρύτονα παιχνιδίσματα του προσπαθούσαν να ακολουθήσουν το τραγούδι των ζίζιρων. Μετά σε μία δαιμονισμένη επιτάχυνση του παιξίματος άλλαξε τόνο. Οι βαθιοί ήχοι αντικαταστάθηκαν από συριγμούς σαν κελαηδίσματα πουλιών που ερωτοτροπούσαν στον αέρα. Μετά ξανά προσπάθειες να ακολουθήσει τους ζίζιρους, ανεπιτυχώς και ξανά πουλιά, γεράκια αυτή την φορά που από ψηλά κοίταζαν τον ίδιο να παίζει στην παραλία. Ξαφνικά βρήκε τον τόνο που έψαχνε. Ήταν μία νότα χαμηλή που έμοιαζε να συνδέει τους ήχους τον εντόμων με τις διακυμάνσεις τους σαν βάση. Πήρε μία βαθιά αναπνοή όπως εκείνες που χρησιμοποιούσε στην κατάδυση και άρχισε να παίζει την νότα εκπνέοντας αργά και αδιόρατα. Ενθουσιάστηκε με την αίσθηση συντονισμού που βίωνε.

Συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι ο ήχος πλέον δεν έβγαινε απλώς από τον αυλό αλλά κατοικούσε εντός του στο διάμεσο του διαφράγματος και της καρδίας του. Συγκεντρώθηκε με περιέργεια για να κατανοήσει τι του συνέβαινε και με μεγαλύτερη έκπληξη αισθάνθηκε το κέντρο τους στήθους του να αποτελείται από μικρές ψηφίδες που πάλλονταν στους ρυθμούς της νότας που έπαιζε και του ήχου «Ζ». Το μυαλό του πλημμύρισε λέξεις: «Ζίζιρος, Ζώον,  Ζέω, Ζω» και στο κέντρο του μυαλού του σχηματίστηκε ένα ανδρικό φωτεινό πρόσωπο ενός υπέρλαμπρου γενειοφόρου άνδρα που του χαμογελούσε και επαναλάμβανε μαζί του την λέξη:
«Ζω, ζω, ζω, ζω…»
Ζευς!

Στην επίκληση του Θείου ονόματος η συνείδηση του παιδιού εκράγηκε σε μυριάδες χρώματα που το καθένα εναλλασσόταν με το άλλο εμφανιζόμενα και εξαφανιζόμενα ώσπου ολόκληρος ο Νους του είχε πλημμυρίσει με το Λευκό το άφατο Φως…

Η Κάθοδος άρχισε με κάτι το αταίριαστο που διατάραξε τον ορίζοντα. Ενώ το παιδί ταξίδευε τα μάτια του άρχισαν να καταγράφουν την ανεπαίσθητη αλλαγή στο βάθος προτού το μυαλό του επεξεργαστεί την εικόνα. Ακολούθησε η αίσθηση η πρωταρχική η ενστικτώδης. Το γλυκό βόρειο αεράκι έφερε μαζί του μυρωδιές γνωστές, οικείες. Ο ιδρώτας ανδρών και ζώων πάνω στα πλοία μαζί με την μυρωδιά βρεγμένων ξύλων συνέφεραν απότομα τον μικρό από την θεία έκσταση στην οποία βρισκόταν. Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια στάθηκε προσπαθώντας να κατανοήσει τι είναι ακριβώς η εικόνα που έβλεπε.

Μακριά, ανοικτά στο πέλαγος αχνοφαίνονταν τα ψηλά κατάρτια των πολεμικών πλοίων. Αναγνώρισε στην αναλογία τους τα φοινικικά πλοία που είχε συναντήσει αρκετές φορές στην θάλασσα. Όταν το σκαρί των πλοίων εμφανίστηκε ο Σπάρος βεβαιώθηκε ότι απέναντι του, κατευθυνόμενη με μεγάλη ταχύτητα, ήταν μία νηοπομπή είκοσι κατάφορτων πολεμικών πλοίων τα οποία έρχονταν ολόισια προς την ακτή. Η έμφυτη περιέργεια του παιδιού έδωσε την θέση σε μία βαθιά ανησυχία. Δεν καταλάβαινε γιατί αλλά είχε συνηθίσει από τότε που θυμόταν να ακολουθεί την πρώτη, την ενστικτώδη προαίρεση. Αυτή του έλεγε, του φώναζε τώρα να τρέξει προς τη πόλη. Έπρεπε να τους ειδοποιήσει…

 

***

Κερύνεια

Ενιάλιος

 

Ο Ενιάλιος βρισκόταν πάνω στα τείχη. Ήταν ο πρώτος ημεροσκοπός. Είχε αντικαταστήσει τον τελευταίο σκοπό της νύχτας στο λυκαυγές. Τα τείχη επανδρώνονταν αδιαλείπτως από τον φόβο των πειρατών που λυμαίνονταν το πέρασμα ανάμεσα στο νησί και την Κιλικία.

Δεν είχε καλά καλά ξυπνήσει και έτσι τώρα προσπαθούσε να ξυπνήσει το σώμα του με μεγάλους βηματισμούς πάνω κάτω στον μικρό διάδρομο που βρισκόταν στην κορφή του μικρού φρουρίου στο ανατολικό άκρο της πόλης στην προεξοχή ανάμεσα στο λιμάνι και την ίδια την πόλη. Δεξιά του οι ψαράδες είχαν ήδη επιστρέψει και καθάριζαν τα δίκτυα από την ψαριά του πρωινού. Αριστερά στην μικρή πετρόκτιστη παραλιακή οδό τα κυλικεία που γέμιζαν τον δρόμο είχαν ήδη ανοίξει και οι ιδιοκτήτες είχαν ξεκινήσει τις πρωινές δουλειές τους. Η Κερύνεια ήταν αγαπημένος προορισμός για τους κατοίκους της βόρειας ακτής αλλά και για τους κατοίκους της πόλης στο κέντρο του νησιού. Οι κάτοικοι της Λευκοθέας-Λήδρας παραθέριζαν συχνά στην Κερύνεια καθώς ο αμαξήλατος δρόμος πάνω από το βουνό επέτρεπε την μετακίνηση σε λιγότερο από μισή μέρα. Τα καλοκαίρια στην Κερύνεια ήταν θεσπέσια και χωρίς καθόλου υγρασία, κάτι που ήλκυε πολλούς από τους εύπορους κατοίκους της ενδοχώρας. Τα κυλικεία της Κερύνειας ήταν περίφημα για το φρέσκο ψάρι αλλά και τις παραδοσιακές συνταγές της βόρειας ακτής, κάτι σαν απόλυτος προορισμός για τους λάτρεις της αληθινής κυπριακής κουζίνας.

Ο Ενιάλιος ήταν ένας από τους νέους που μόλις είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της Αγωγής. Για τα επόμενα δύο έτη θα υπηρετούσε την πόλη ως οπλίτης ή/και ναύτης στην μικρή ναυτική δύναμη που αστυνόμευε την βόρεια ακτή του νησιού. Τα χρόνια της ανεμελιάς είχαν τελειώσει με τον όρκο στον ναό του Ποσειδώνα στην κορυφή του βουνού που όλοι στο νησί ονόμαζαν Πενταδάκτυλο. Είχαν φτάσει εκεί μετά από πορεία και αναρρίχηση που κράτησε ολόκληρη μέρα και ορκίστηκαν την ώρα που ο ήλιος έδυε προς την κατεύθυνση του Λιμνήτη. Το «Αχαιών κοινό» περιλάμβανε, εκτός από την Κερύνεια, τις Αχαϊκές αποικίες των Μότιδων, Φτέρυχων και Καρμίου αλλά και τις λακωνικές κωμόπολεις της Λαπήθου και του Βουνού. Οι κοινές παραδόσεις και έθιμα που έφεραν μαζί τους οι πρώτοι οικιστές διατηρούσαν μία ισχυρή αίσθηση αλληλεγγύης ανάμεσα στους κατοίκους. Έτσι η Αγωγή για τα στρατιωτικά γινόταν για το σύνολο των νεαρών αγοριών των διαφορετικών οικισμών σε ένα μείγμα λακωνικής και αχαϊκής παράδοσης. Το σύνολο αυτό αποτελούσε ένα μικρό αλλά αξιόμαχο σώμα με εμπειρία στην απόκρουση επιδρομών στις ακτές αλλά και ναυμαχιών με επίδοξους πειρατές. Το «Αχαιών κοινόν» διασφάλιζε την απρόσκοπτη λειτουργία των εμπορικών οδών ανάμεσα στην βόρεια ακτή, την Παμφυλία και την Κυλικία. Οι «νέοι» όπως κοροϊδευτικά αποκαλούνταν οι καινούριοι οπλίτες αναλάμβαναν όλα τα καθήκοντα σκοπών και καθαρισμού, πέρα από την καθημερινή τους εκπαίδευση. Ήταν επίσης καταδικασμένοι να βρίσκονται αυτή την περίοδο στην πόλη ενώ οι αθλητές και οι περισσότεροι από τους «παλιούς» βρίσκονταν στον δρόμο για τα Ολύμπια και τους αγώνες που γίνονταν στο νησί κάθε τέσσερα έτη. «Δεν θα δούμε αν όλα όσα λέγονται για τον νέο από την Σαλαμίνα είναι αληθινά» σκέφτηκε δυσαρεστημένος. «Τέσσερα ακόμη χρόνια για να μπορέσουμε να παραστούμε είναι πολλά».

Ένας ξαφνικός διαπεραστικός ήχος τάραξε τις σκέψεις του νέου. Κοιτάζοντας γύρω δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει κάτι. Αντιλήφθηκε ότι ο ήχος πρέπει να ερχόταν από ψηλά και μακριά και ότι δεν ήταν αισθητός από τους κατοίκους στην παραλία δεξιά και αριστερά από το φρούριο. Με ένα προαίσθημα ανησυχίας ανέβηκε στο ψηλότερο μέρος της σκοπιάς προσπαθώντας να ακούσει καλύτερα.

Αναγνώρισε αμέσως τον ήχο. ‘Ηταν ένας αυλός που έπαιζε δαιμονισμένα σε πολύ ψηλούς τόνους και που ερχόταν από τον δρόμο του βουνού που ερχόταν στην πόλη παράλληλα με τον παράλιο. Ο αυλητής πρέπει να διάλεξε την δύσκολη οδό για να βεβαιωθεί ότι ο ήχος θα έφτανε στην πόλη. Εκπλάγηκε με την σκέψη ότι αναγνώρισε ταυτόχρονα και τον αυλητή χωρίς να τον βλέπει. Ήταν εκείνο το θεοπάλαβο αγόρι, το αγγιγμένο από τον ίδιο τον Θεό, καταπώς έλεγαν οι γηραιότεροι. Ο Ενιάλιος δεν μπορούσε ακόμη να δει το παιδί αλλά ήξερε πολύ καλά τι σηματοδοτούσε ο διακοπτόμενος ήχος. Το παιδί πρέπει να έτρεχε γρήγορα. Το λαχάνιασμα του διέκοπτε τον ήχο αλλά το μήνυμα του ήταν σαφές και αδιαμφισβήτητο.

Πηδώντας από την σκοπιά έτρεξε με όλη του την δύναμη προς το ορυχάλκινο σήμαντρο. Αρπάζοντας τον μεταλλικό επικρουστήρα άρχισε να το κτυπά με δύναμη στον ρυθμό που σηματοδοτούσε την εισβολή.

Ο ήχος ταξίδεψε σε όλα τα στενά της πόλης και πέρα από αυτά. Σε μηδενικό χρόνο απαντήθηκε από την αντήχηση που ερχόταν από τις πόλεις γύρω από την Κερύνεια.

Στον στενό δρόμο στους πρόποδες του Πενταδακτύλου το παιδί με το όνομα του ψαριού σταμάτησε να παίζει και ένιωσε χαρά που κάποιος – ποιος άραγε; - κατάλαβε το μήνυμά του. Σταματώντας να πάρει ανάσα κοίταξε προς τα πίσω, προς την παραλία από όπου είχε ξεκινήσει.

Τα καράβια είχαν ήδη προσαράξει. Από τις γέφυρες τους έβλεπε να ξεφορτώνονται άνδρες, άλογα και άρματα. Δεν ήταν πειρατές οι άνδρες που πλημμύριζαν την παραλία.

Μόνον τότε αναγνώρισε το σύμβολο στο πανί του μεγαλύτερου από τα πλοία. Ο χρυσός αετός του Βασιλέα των Βασιλέων αντανακλούσε το φως του ήλιου από την ναυαρχίδα μέχρι το παιδί.

«Πέρσες», αναγνώρισε, «είναι Πέρσες»…

 

(επόμενο)
Λύμπια ~ Ολύμπια
Οι Αγώνες

https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/08/blog-post_30.html

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

No comments:

Post a Comment

Ολύμπια ~ Λύμπια

  (προηγούμενο) Αχαιών Ακτή ~ Κερύνεια Σπάρος ~ Ενιάλιος https://theheadoftheking.blogspot.com/2020/08/blog-post_16.html   Οι Αγώνες ...